Η Ακρόπολη το 1872 . H. Beck – Uni Erlangen

Λίγες σκέψεις σχετικά με τα «τσιμέντα» στην Ακρόπολη

«Οι αρχαιολόγοι κατέστρεψαν το μέρος. Έχουν σκάψει μεγάλα τμήματα γης με σκοπό να αποκαλύψουν ένα χάος από αρχαία υπολείμματα τα οποία θα κρύψουν στα μουσεία. Όλη η βάση της Ακρόπολης μοιάζει με ηφαιστειακό κρατήρα μέσα στον οποίο τα αγαπητά χέρια των αρχαιολόγων σχεδίασαν νεκροταφεία τέχνης. Ο τουρίστας έρχεται και κοιτάζει εκεί κάτω, τα ερείπια, αυτά τα επιστημονικώς δημιουργημένα στρώματα λάβας, με δάκρυα στα μάτια».

Αυτά γράφει ο Henry Miller στον «Κολοσσό του Αμαρουσίου» περιγράφοντας την εμπειρία του από την Ακρόπολη όταν επισκέφτηκε την Αθήνα το 1939. Υπάρχει μια ρομαντική ιδέα βαθιά ριζωμένη στα μυαλά όλων μας πως τα αρχαία μνημεία και αντικείμενα, βρίσκονταν πάντα σε μια αψεγάδιαστη κατάλευκη κατάσταση. Έτσι και εδώ ο Henry Miller κατηγορεί τους αρχαιολόγους πως παρεμβαίνουν υπερβολικά στο μνημείο με τρύπες και κρατήρες προκαλώντας τον «άναρχο χαρακτήρα του τοπίου», όπως αναφέρει νωρίτερα στο κείμενο. Και από μια άποψη δεν έχει άδικο, ούτε ο Miller, ούτε οποιοσδήποτε κατηγορεί τους αρχαιολόγους για παρέμβαση πάνω σε ιστορικά ερείπια ή αντικείμενα.

Όμως η αλήθεια είναι πως έχουμε αποδεχτεί πως οι αρχαιολόγοι και οι συντηρητές αρχαιοτήτων κάνουν ακριβώς αυτό, παρεμβαίνουν. Τα μνημεία, όπως και η Ακρόπολη των Αθηνών, ήταν κάποτε ερείπια και βρίσκονταν είτε καλυμμένα κάτω από το χώμα, είτε σε πολύ διαφορετική κατάσταση. Καθώς οι κοινωνίες μας από τον 18ο αιώνα και έπειτα άρχισαν να εκτιμούν την πολιτισμική αξία αυτών των μνημείων του παρελθόντος, αποφάσισαν πως είναι προτιμότερο τα κτίρια αυτά να είναι προσβάσιμα, παρουσιάσιμα και προστατευμένα.

Μια εικόνα για το πως έμοιαζε η Αθήνα και η Ακρόπολη στο παρελθόν, συγκεκριμένα το 1850 μας δίνει ο  Gustave Flaubert στα γράμματα του από την Ελλάδα:  «Ο Παρθενώνας έχει χρώμα κεραμιδί. Σε μερικά σημεία τόνοι πίσσα, σχεδόν μελανιού. […] Στο γκρεμισμένο γείσο έρχονται να σταθούν πουλιά, γεράκια, κοράκια. Ο άνεμος φυσά ανάμεσα στις κολώνες, οι γίδες βόσκουν στην χλόη ανάμεσα στα σπασμένα κομμάτια από άσπρο μάρμαρο, που κυλούν κάτω από το πόδι σου. Εδώ κι εκεί, στις τρύπες, στοίβες από ανθρώπινα κόκαλα, απομεινάρια του πολέμου. Μικρά τούρκικα ερείπια, ανάμεσα στο μεγάλο ελληνικό ερείπιο, και κατόπι, πέρα μακριά και παντοτινά, η θάλασσα». (Γράμματα του Φλωμπέρ από την Ελλάδα) μετάφραση Νίκος Αλιφέρης για τις εκδόσεις Άγρα)

Η εικόνα δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό που βλέπουν σήμερα οι επισκέπτες του ιερού βράχου και αυτό χάρη στην παρέμβαση των αρχαιολόγων και των συντηρητών. Οι αντιπαραθέσεις σχετικά με το όριο μεταξύ συντήρησης και αποκατάστασης υπήρχαν και υπάρχουν, και αυτό είναι θεμιτό. Όμως πρέπει να αποδεχτούμε πως για να έχουμε τα μνημεία σε μια κατάσταση ώστε να συντηρούνται αλλά και να είναι προσβάσιμα σε όλους θα πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει πάντα το debate για τα «αυθεντικά» ιστορικά χαρακτηριστικά ενός χώρου και πάνω σε ποια μέρη μπορούμε να επέμβουμε. Στην Κνωσό για παράδειγμα, είχε αποφασιστεί από τον Evans πως για την καλύτερη απόδοση του χώρου έπρεπε να υπάρξει αναστήλωση και χρωματισμός τμημάτων του ανακτόρου, πρακτική που από πολλούς θεωρείται ιδιαίτερα παρεμβατική. Δεν λέω πως είναι το ίδιο με τα έργα χάραξης διαδρομών για ΑμΕΑ προς την Ακρόπολη, απλώς το αναφέρω για να αντιληφθούμε πως δεν υφίσταται αρχαιολογικός χώρος χωρίς μικρή ή μεγάλη παρέμβαση. Επίσης, να θυμίσω πως το 2009 συζητούσαμε για το αν είναι σωστό να γκρεμίσουμε ένα διατηρητέο κτίριο στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου γιατί είχε θεωρηθεί προτιμότερο να δοθεί καλύτερη θέα στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Θέλω να πω πως σε αυτές τις περιπτώσεις πάντα οι υπεύθυνοι καλούνται να πάρουν μια εκτελεστική απόφαση, να ζυγίσουν τι κερδίζουν και τι χάνουν, τι έχει μεγαλύτερη αξία και να πάρουν μια τελική απόφαση.

Πολύ σωστά ο πρόεδρος της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακρόπολης, Μανόλης Κορρές, σε επιστολή του σχετικά με τις κατηγορίες «τσιμεντοποίησης» είπε τα εξής:

«Για τους παλαιότερους, όπως και εγώ, τέτοια έργα, παρά την επιστημονική ορθότητα και την κοινωνική χρησιμότητά τους, συνεπάγονται και απώλειες συναισθηματικής κυρίως φύσεως: εν προκειμένω κάτι από την παλαιά ρομαντική εικόνα που πάντοτε θα συντηρώ στις αναμνήσεις μου (με ανάμεικτα αισθήματα) θα χαθεί. Όμως ό,τι κυρίως επιβάλλεται σε κάθε περίσταση ανάληψης ευθυνών είναι η στάθμιση οφέλους και απώλειας (που θα ήταν αχαριστία να μη τη δεχόμαστε, όταν τα οφέλη είναι πολύ μεγαλύτερα)».

 

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης