Μιχαήλ Άγγελος «Taddei Tondo» ( περ. 1504-1505)

Αποδέσμευση έργων: Ο πειρασμός για τα μουσεία μεγαλώνει λόγω κορωνοϊού

Ήταν κάτι που είχαμε προβλέψει ότι θα συνέβαινε, όταν όλη η υφήλιος κατέβασε ρολά την περασμένη άνοιξη λόγω κορωνοϊού. Μεγάλα διεθνή μουσεία, πινακοθήκες και πολιτιστικοί οργανισμοί προβαίνουν – ή επεξεργάζονται το ενδεχόμενο να προβούν – στην πώληση κορυφαίων έργων τέχνης από τη συλλογή τους, σε μια προσπάθεια να αναπληρώσουν τα χαμένα έσοδα της περιόδου της καραντίνας και να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας. Όσο περισσότεροι πίνακες, όμως, εμφανίζονται σε δημοπρασίες, τόσο πιο έντονο είναι το ηθικό δίλημμα: είναι ή δεν είναι πρέπον να αποδεσμεύονται κομμάτια που έχουν κληροδοτηθεί σε ένα μουσείο, ώστε να εξασφαλίσουν τη μακροημέρευσή του;

Μία δύσκολη απόφαση

Ας ξεκινήσουμε με τα αυτονόητα: αυτή δεν είναι μία καινούρια πρακτική. Τα μουσεία, όπως και άλλοι οργανισμοί, έχουν το δικαίωμα να αποδεσμεύσουν μέρος της συλλογής τους, ανάλογα με το τι υπαγορεύει το καταστατικό τους για τη διαχείρισή της και τους διάφορους περιορισμούς που μπορεί να συνοδεύουν τα έργα που βρέθηκαν στην κατοχή τους κατόπιν δωρεάς ή κληροδοτήματος. Το ερώτημα που πάντοτε ανακύπτει για τους ιθύνοντες πριν από μια τέτοια – δύσκολη – απόφαση είναι το πώς θα εκληφθεί αυτή η κίνηση από το κοινό, για την επιμόρφωση του οποίου λειτουργούν, και κατά πόσο οι επιλογές τους δε θα επηρεάσουν τον πυρήνα της συλλογής τους και κατ’ επέκταση, την αποστολή τους.

Μπορούμε ήδη να φανταστούμε τις αντιδράσεις που θα ακολουθούσαν μία τέτοια ανακοίνωση στη χώρα μας από π.χ. το Μουσείο Μπενάκη ή την Εθνική Πινακοθήκη, παρόλο που είναι γνωστό τοις πάσι ότι οι πολιτιστικοί οργανισμοί στην Ελλάδα κάνουν αγώνα για να επιβιώσουν και να εξελιχθούν. Ευτυχώς, διαχρονικά υπάρχουν οι εγχώριοι ευεργέτες και υποστηρικτές που εξασφαλίζουν τη λειτουργικότητα των μουσείων και άλλων ιδρυμάτων, ακόμα και στις ακραίες καταστάσεις που ζούμε. Σε άλλες χώρες, όμως, που ο αριθμός των μουσείων είναι μεγάλος και ο «ανταγωνισμός» για δωρεές που θα ισορροπήσουν το ισοζύγιό τους στο τέλος της χρονιάς έντονος, η επιλογή της δημοπράτησης ή ιδιωτικής πώλησης έργων από τη συλλογή τους είναι πιο συνηθισμένη -αν και όχι γενικά αποδεκτή.

Η περίπτωση των ΗΠΑ

Lucas Cranach the Elder «Lucretia»

Συγκεκριμένα, τον τελευταίο μήνα το ζήτημα της αποδέσμευσης (deaccessioning) αποτελεί μείζον θέμα συζήτησης στις ΗΠΑ, με αφορμή τον όγκο πινάκων που βγήκαν προς πώληση στις φθινοπωρινές δημοπρασίες Christie’s και Sotheby’s. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Μουσείο του Μπρούκλιν, το οποίο έδωσε προς δημοπράτηση στις 15 Οκτωβρίου από τον Christie’s 12 έργα, από δημιουργούς όπως ο Λούκας Κράναχ ο Πρεσβύτερος, ο Γκυστάβ Κουρμπέ και ο Ζαν-Μπατίστ Καμίλ Κορό. Τα 6,6 εκατ. δολάρια που συγκέντρωσε από την πώληση, – 5,07 εκατ. δολάρια από τα οποία προήλθαν από την πώληση του γνωστού έργου Λουκρητία (16ος αι.) του Κράναχ, ποσό πενταπλάσιο της ανώτατης τιμής εκτίμησης -, εμπλουτίστηκαν από τη δημοπράτηση επιπλέον έργων από τους Μονέ, Ντεγκά, Μιρό, Ματίς και Dubuffet στον Sotheby’s στις 28 Οκτωβρίου.

Το Μουσείο του Μπρούκλυν δεν είναι το μόνο που προέβη σε μια τέτοια ενέργεια. Το Μουσείο Everson στην Syracuse της Νέας Υόρκης είχε δώσει για δημοπρασία στις 6 Οκτωβρίου στον Christie’s μια Κόκκινη Σύνθεση (1946) του Τζάκσον Πόλοκ, η οποία «έφυγε» για την κατώτατη τιμή εκτίμησης στα 12 εκατ. δολάρια, ενώ το επίσης αφαιρετικό Carousel (1979) της Helen Frankenthaler που δημοπρατήθηκε από τον Sotheby’s στις 28 Οκτωβρίου απέφερε στο Μουσείο Τέχνης του Palm Springs της Καλιφόρνια 4,7 εκατ. δολάρια -τιμή σχεδόν διπλάσια της αρχικής τιμής εκτίμησης. Τα μουσεία αυτά ενθάρρυνε η ελαστικότητα με την οποία αντιμετωπίζει τέτοιου είδους πρακτικές η Ένωση Διευθυντών Μουσείων Τέχνης (Association of Art Museum Directors–AAMD) από τον Απρίλιο, όταν ανακοίνωσε ότι, λόγω της πρωτοφανούς κατάστασης που επέφερε ο κορωνοϊός για τα αμερικανικά μουσεία, για τα επόμενα δύο χρόνια η αποδέσμευση έργων μπορεί να γίνεται και για λόγους πέραν του εμπλουτισμού των συλλογών τους, όπως π.χ. η έρευνα και τα λειτουργικά κόστη.

Helen Frankenthaler «Carousel» (1979)

Από την άλλη, το Μουσείο Τέχνης της Βαλτιμόρης βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα με την απόφασή του να δημοπρατήσει στον Sotheby’s δύο λάδια σε καμβά από τον Brice Marden και τον Clyfford Still, καθώς και να πουλήσει ιδιωτικά μέσω του ίδιου οίκου τον Μυστικό Δείπνο (1986) του Άντι Γουόρχολ. Εν προκειμένω, η δημόσια κατακραυγή προήλθε από τις επιλογές της διοίκησης και των επιμελητών του μουσείου, οι οποίες δεν κάλυπταν τους δύο βασικούς λόγους για τους οποίους η αποδέσμευση είναι μια αποδεκτή πρακτική: τα εν λόγω δεν ήταν κάποια καλά έργα από λιγότερο γνωστούς καλλιτέχνες, αλλά χαρακτηριστικά δείγματα από κορυφαία ονόματα της σύγχρονης τέχνης, και τα έσοδα δε θα διοχετεύονταν για την κάλυψη βασικών αναγκών ή την αποτροπή χρεωκοπίας του οργανισμού, αλλά για την χρηματοδότηση ενός φιλόδοξου πλάνου για το μέλλον με προϋπολογισμό 65 εκατ. δολάρια. Οι αντιδράσεις ήταν τέτοιες που, παρά τη σθεναρή αντίσταση του διοικητικού συμβουλίου, του διευθυντή και της ομάδας του, εν τέλει στις 28 Οκτωβρίου τα έργα αποσύρθηκαν από τη δημοπρασία, δύο μόλις ώρες πριν την έναρξή της και μετά από επίπληξη της AAMD.

Και στην Ευρώπη

David Hockney, “Portrait of Sir David Webster” Executed in 1971. © David Hockney. Courtesy Christie’s

Η πρακτική της αποδέσμευσης φυσικά δεν είναι άγνωστη στην Ευρώπη. Ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το πολιτιστικό τοπίο και η αγορά της τέχνης είναι παρόμοια με τις ΗΠΑ, υπήρξαν αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια. Έτσι, η κρίση του κορωνοϊού οδήγησε τη Βασιλική Όπερα να δημοπρατήσει στον Christie’s ένα πορτραίτο του πρώην γενικού διευθυντή της Sir David Webster (1971) από τον David Hockney, το οποίο της απέφερε 11 εκατομμύρια λίρες για να συνεχίσει το έργο της στη «μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της», ενώ ακόμη και η Βασιλική Ακαδημία Τεχνών φημολογείται ότι επεξεργάζεται το ενδεχόμενο να πουλήσει το μοναδικό Taddei Tondo (Η Παναγία με το Βρέφος και τον Άγ. Ιωάννη, περ. 1504-1505) του Μιχαήλ Αγγέλου, για να σώσει 150 θέσεις εργασίας.

Βέβαια, όπως και στην περίπτωση του Μουσείου της Βαλτιμόρης, οι δυσδιάκριτοι λόγοι που οδήγησαν το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης της Ιερουσαλήμ να προσφέρει 250 έργα από τη συλλογή του για δημοπρασία στον Sotheby’s προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις. Όπως αναφέρει η Art Newspaper, ο Παλαιστίνιος διευθυντής του μουσείου Nadim Sheiban έχει υποστηρίξει στα τοπικά ΜΜΕ ότι η αποδέσμευση γίνεται για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του οργανισμού και των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του. Παρόλα αυτά, η παρέμβαση του ισραηλινού οργάνου του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (International Council of Museums -–ICOM) και του ισραηλινού Προέδρου Reuven Rivlin οδήγησε στην απόσυρση των έργων από την αγορά μέχρι νεωτέρας.

Φαίνεται ότι η βάση του ηθικού διλήμματος της αποδέσμευσης έργων τέχνης από τις συλλογές των μουσείων είναι η χρήση προς την οποία θα διοχετευθούν τα έσοδα από την πώληση: εάν πρόκειται, δηλαδή, για έσχατη λύση ή για μέσο υλοποίησης ενός οράματος που θα ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις που προβλέπεται ότι θα έχει το κοινό από τα μουσεία στο μέλλον. Υπό αυτές τις συνθήκες, γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη του (επανα)καθορισμού του ρόλου που έχει ένα μουσείο σε μια κοινωνία: είναι απλώς ένας χώρος διατήρησης, έρευνας και προβολής της πολιτιστικής κληρονομιάς ή ένας δυναμικός οργανισμός που αλληλοεπιδρά με τους επισκέπτες του, διεκδικώντας έναν ενεργό ρόλο στη ζωή τους;

Τις απόψεις τους για το θέμα αυτό είχαν καταθέσει στα Νέα της Τέχνης έξι προσωπικότητες του πολιτιστικού χώρου και μπορείτε να τις διαβάσετε εδώ.

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης