Co-museum © Μουσείο Μπενάκη

Co-Museum: Με το βλέμμα στο μέλλον

Με έναν μαραθώνιο ομιλιών και συζητήσεων διαδικτυακής στρογγυλής τραπέζης γιόρτασε την περασμένη εβδομάδα τα δέκατα γενέθλιά του το Co-Museum που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στο Μουσείο Μπενάκη. Παρά τη μακρά διάρκειά της, η ψηφιακή διοργάνωση διεξήχθη ως επί το πλείστον ομαλά, χάρη στις χορηγίες της Unisystems και της Microsoft, δίνοντάς μας την ευκαιρία να ακούσουμε ενδιαφέρουσες απόψεις και προβληματισμούς σχετικά με τις προκλήσεις των μουσείων σήμερα.

Κοιτώντας τη μεγαλύτερη εικόνα
Ποιες είναι αυτές; Πρωτίστως, η οικονομική τους επιβίωση στη διαρκώς μεταβαλλόμενη εποχή του κορωνοϊού. Η πρώτη ομιλήτρια, Elizabeth Merritt, μελλοντολόγος των μουσείων που χαρτογραφεί τις τάσεις στο χώρο ως αντιπρόεδρος και ιδρυτική διευθύντρια του Κέντρου για το Μέλλον των Μουσείων της Αμερικανικής Ένωσης Μουσείων προσκάλεσε να δούμε τη μεγάλη εικόνα. «Πρέπει να σκεφτούμε πώς θα είναι καλύτερο το μέλλον μας σε 100 χρόνια από τώρα, επειδή υπάρχουν τα μουσεία», είπε. Υπό αυτό το πρίσμα, η Merritt εστίασε στον καταλυτικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν τα μουσεία, εάν αξιοποιήσουν τους πόρους τους με στόχο να επιφέρουν κοινωνική αλλαγή.

Εκκινώντας από το βασικό αίτημα της εποχής για περισσότερη φυλετική και οικονομική ισότητα, χρησιμοποίησε ιστορικά παραδείγματα για να δείξει ότι ακόμη και μια αναδιανομή πλούτου δε θα επαρκούσε για την εξάλειψη των ανισοτήτων πάνω στις οποίες έχουν δομηθεί οι σύγχρονες κοινωνίες. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο πλούτος είναι το μέσο πρόσβασης σε καλή εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη και ουσιαστική εργασία -τα κύρια ζητούμενα κάθε ανθρώπου-, τα μουσεία θα μπορούσαν να διευκολύνουν την πρόσβαση σε αυτά τα αγαθά για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων και δικτύωσης με τις τοπικές επιχειρήσεις.

Τη σημασία του να αφουγκράζεται κανείς τις ανάγκες του κοινού του ανέδειξε στην ομιλία της η Anna Sailer. Σύμφωνα με την αναπληρώτρια διευθύντρια του Museum für Moderne Kunst στη Φρανκφούρτη, εάν τα μουσεία πρόκειται να συμβάλλουν στην κοινωνική αλλαγή, αυτό θα πρέπει να ξεκινήσει από τους καλλιτέχνες στους οποίους επιλέγουν να «δώσουν φωνή» με τις εκθέσεις τους, και από τους ομιλητές που προσκαλούν στα πάνελ τους.

MMK © AP Photo / Bernd Kammerer

Ενεργοποιώντας την κοινότητα
Παραδόξως, σε ένα συνέδριο για το μέλλον των μουσείων, οι δημιουργικές λύσεις για την οικονομική ενίσχυσή τους στην παρούσα συγκυρία κατείχε ένα σχετικά μικρό μέρος στο επτάωρο προγράμμα ομιλιών. Η επιστροφή στην πραγματικότητα έγινε από την πρόεδρο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, Fleurette Καραδόντη, η οποία δε δίστασε να πει ότι αυτήν τη στιγμή εστιάζουν περισσότερο στη μικροοικονομία, παρά στη μακροοικονομία. Ενεργοποιώντας το κοινό με διαδικτυακά προγράμματα, συναυλίες και open calls, το νέο μουσείο – με διάρκεια ζωής μόλις ένα χρόνο – έχει καταφέρει να φτάσει τις 6.500 επισκέψεις στο website του, όπου έχουν αναρτηθεί τα 180 έργα της συλλογής του.

Αξιέπαινη ήταν η πρωτοβουλία του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης (ΜΚΤ) να παραχωρήσει το 20% από κάθε ανανέωση συνδρομής των Φίλων του μουσείου για την αγορά tablets που για παιδιά που δε διέθεταν κάποιο μέσο για τηλεκπαίδευση. Η πρόταση βρήκε «αναπάντεχη ανταπόκριση, γιατί [οι Φίλοι] ένιωσαν ότι με αυτόν τον τρόπο έδιναν πίσω απευθείας κάτι στην κοινότητα», εξήγησε η πρόεδρος του ΜΚΤ, Σάντρα Μαρινοπούλου. Αποκάλυψε, επίσης, ότι χάρη σε επιχορήγηση του υπουργείου Πολιτισμού, ετοιμάζεται μία πλατφόρμα όπου θα παρουσιάζονται οι εκθέσεις του ΜΚΤ διαδικτυακά.

Επενδύοντας στο περιεχόμενο
Ένα σημαντικό ζήτημα που ανέδειξε η κα. Μαρινοπούλου είναι το πώς τα μουσεία θα καταφέρουν μελλοντικά να επωφεληθούν και οικονομικά από την παροχή των εκθέσεών τους στο Διαδίκτυο. Ίσως η χρέωση για να δει κάποιος έργα σε μορφή jpg να μην έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, ιδίως στην Ελλάδα, όπου το ευρύτερο κοινό δυσκολεύεται ακόμη να εντάξει στο πρόγραμμά του μια επίσκεψη σε πολιτιστικά ιδρύματα. «Σκεφτείτε: τι είναι αυτό για το οποίο θα πλήρωνε κανείς στο Διαδίκτυο;», θα πει αργότερα η Catherine Devine, επικεφαλής στρατηγικής για τις βιβλιοθήκες και τα μουσεία της Microsoft Worldwide Education, προσκαλώντας συνέδρους και κοινό να δουν το digital ως ένα κανάλι με τους δικούς του κανόνες.

Τον δρόμο για μια επιτυχημένη phygital στρατηγική έδειξε η επιμελήτρια και διευθύντρια πολιτιστικού προγραμματισμού του Λούβρου, Dominique de Font-Réaulx, αποδεικνύοντας ότι και στον πολιτισμό ισχύει η σημασία του περιεχομένου (αγγλιστί, το προσφιλές στους επικοινωνιολόγους «content is king»). Με την πλατφόρμα Petit Louvre όπου από τον Μάιο φιλοξενήθηκαν διαδικτυακά προγράμματα αποκλειστικά για οικογένειες, όπως μαθήματα σχεδίου και συναυλίες, σειρές με καρτούν να εξηγούν τα έργα, αλλά και επεισόδια με γνωστούς ηθοποιούς να αφηγούνται την ιστορία επιλεγμένων έργων, το μουσείο προσπάθησε να μεταδώσει ακαδημαϊκές γνώσεις για τη συλλογή του με έναν πιο εύληπτο για το ευρύ κοινό τρόπο. Ήταν δε τέτοια η επιτυχία της πλατφόρμας που όταν το μουσείο ξανάνοιξε τον Ιούλιο, ο κόσμος άρχισε να συρρέει για να δει από κοντά τα έργα που είχε δει στην πλατφόρμα, ενώ οι δωρεάν ξεναγήσεις έγιναν ανάρπαστες.

© Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή

Η ψηφιακή μεταμόρφωση
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον ήταν το πάνελ που συντόνισε ο υπεύθυνος ψηφιακής ανάπτυξης της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, Πρόδρομος Τσιαβός σχετικά με την ψηφιακή μεταμόρφωση του χώρου του πολιτισμού. «Δεν ξέρω αν αυτό που βιώνουμε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι, γιατί μια πραγματική ψηφιακή μεταμόρφωση θα απαιτούσε μεγάλο budget και τεράστιες μετατοπίσεις στην πρακτική», απάντησε εύστοχα η social media manager του MOMus, Μαρία Ζαμπέτη. «Η πανδημία έκανε απλώς ορατή μια ανάγκη που ήδη υπήρχε και τα πολιτιστικά ιδρύματα δεν είχαν καταλάβει μέχρι σήμερα πόσο σημαντική είναι», είπε, καθώς όλοι συμφώνησαν στο ότι το digital θα αποκτήσει μεγαλύτερο μερίδιο από εδώ και στο εξής στη στρατηγική των μουσείων.

Η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση
Σημασία δόθηκε στον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν τα μουσεία στην ευαισθητοποίηση του κοινού για την κλιματική αλλαγή. Σύμφωνα με έρευνα που έγινε στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην οποία αναφέρθηκε ο Nick Merriman, επικεφαλής του Μουσείου Horniman, τα στελέχη των μουσείων, μετά τους επιστήμονες και τους δασκάλους, φαντάζουν πολύ αξιόπιστα ως προς την αλήθεια για την περιβαλλοντολογική κρίση. Άρα έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικό τους μερίδιο επιρροής με εκθέσεις που θα προκαλέσουν το αίσθημα του κοινού για τη σοβαρότητα της επικείμενης καταστροφής. «Εάν τα μουσεία, τα οποία παραδοσιακά είναι συνδεδεμένα με τη διατήρηση της φύσης, δεν το κάνουν αυτό, τότε ποιος θα το κάνει;», αναρωτήθηκε ο καθηγητής Guillaume Lecointre, επιστημονικός σύμβουλος του προέδρου του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στο Παρίσι.

Στέγη Ιδρύματος Ωνάση © Ιωάννα Χατζηανδρέου

Συμπεράσματα
Λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις των συνομιλητών της, η συντονίστρια του πάνελ και επικεφαλής εικαστικών του British Council, Jenny White, έκανε μια από τις πιο καίριες δηλώσεις της διοργάνωσης: «Τα μουσεία ήταν κέντρα γνώσης, αλλά τώρα που υπάρχουν πολλές πηγές για αυτό, μπορούν να γίνουν ένα όχημα για αλλαγή. Είναι καιρός να τα δούμε ως προπομπούς του μέλλοντος, όχι μόνο ως φύλακες του παρελθόντος.»

Αν όλα αυτά φαντάζουν λίγο ουτοπικά για το εγχώριο μουσειακό τοπίο, αξίζει να σημειωθεί ότι η ψηφιακή μετάδοσή της διοργάνωσης είχε ένα πραγματικά διεθνές κοινό από πολλές μεριές του πλανήτη. Ίσως με λιγότερες ενότητες και μικρότερη διάρκεια να είχε καταφέρει να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον και των 440 ατόμων που συνδέθηκαν ταυτόχρονα κάποια στιγμή -παρόλο που οι 250 άνθρωποι που παρακολούθησαν το συνέδριο μέχρι το τέλος δεν είναι ένα αμελητέο νούμερο.

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης