H Aλεξάνδρα Κοροξενίδη γράφει για την ομαδική έκθεση «Beyond Nostalgia Hijack» στην γκαλερί CAN.
Την ανάγκη τoυ ανθρώπου να κατανοήσει την αβέβαιη, μετέωρη, ρευστή, άπιαστη και σε μεγάλο βαθμὀ ψηφιακά εξαρτημένη πραγματικότητα που έχει διαμορφώσει η συνθήκη του εγκλεισμού εκφράζει η ομαδική έκθεση «Beyond Nostalgia Hijack» στην γκαλερί CAN με καινούρια έργα των νέων, και μἀλιστα της ίδιας γενιάς, καλλιτεχνών Κωνσταντίνου Γιώτη, Εύας Παπαμαργαρίτη, Κωνσταντίνου Πέττα, Βανίλιας Σβορώνου και Μάριου Σταμάτη.
Με αρκετές διαφορές αλλά και συνομιλίες, όπως πχ ανάμεσα στα έργα της Εύας Παπαμαργαρίτη και του Μάριου Σταμάτη, τα έργα της έκθεσης, που με πρώτη ματιά φαίνονται παράξενα και δυσνόητα ως προς το πώς συσχετίζονται , «ψηλαφίζουν» τους χώρους και τις εμπειρίες που βρίσκονται στα όρια ανάμεσα στο ψηφιακό και το πραγματικό, το υλικό και το άυλο, το τεχνητό και το φυσικό, το μέσα και το έξω, το κατασκευασμένο και το οργανικό, το βέβαιο και το ενδεχομενικό.
Στον πυρήνα της η έκθεση «Beyond Nostalgia Hijack» στην γκαλερί CAN πραγματεύεται το αέναο ζήτημα του τί είναι πραγματικότητα αλλά με μια οπτική και από ένα σημείο εκκίνησης μίας καινούριας συνθήκης: δηλαδή, του πώς η τεχνολογία και η ψηφιακή γλώσσα δεν είναι πλέον αντίθετα του υλικού και της πραγματικότητας αλλά τα δομικά στοιχεία μίας νέας υλικότητας, πιο υπαρκτής και κυρίαρχης από την «πραγματική» ζωή.
Ο ψηφιακός κόσμος δεν είναι μία διαμεσολάβηση της πραγματικότητας αλλά μία άλλη μορφή «ζωής» που μάλιστα μπορεί να παράξει και υλικότητες, όπως υποδηλώνει το επίτοιχο ανάγλυφο έργο του Κωνσταντίνου Πέττα. Η έκθεση συνεπώς πραγματεύεται εμμέσως και οικολογικά ζητήματα, αφού ο άνθρωπος δεν είναι κάτι πέρα από την φύση, διότι τα τεχνητά μέσα που εφευρίσκει αλλάζουν την φύση αλλά και ίδια την ζωή του.
Η έκθεση δεν διατυπώνει μία κριτική στάση απέναντι στην ψηφιακή πραγματικότητα, δεν εντοπίζει απαραίτητα δίπολα και συγκρούσεις. Αποπνέει μία αμηχανία απέναντι σε αυτό που συμβαίνει γύρω μας αλλά και μία διάθεση να το αφουγκραστεί και να το ανακαλύψει. Εμπεριέχει μια αίσθηση ρευστότητας και διαρκούς κίνησης αλλά ταυτόχρονα μία διάθεση παύσης του χρόνου ώστε να καταλάβουμε και να «αισθανθούμε» την ζωή αλλά και τις μορφές τέχνης που διαμορφώνονται μέσα από την τεχνολογία. Ενδεικτική είναι η διάθεση να αγγίξουμε την πραγματικότητα που προκύπτει μέσα από την υλικότητα των έργων της Βαλίνιας Σβορώνου αλλά και την υλικότητα και απτικότητα που σε διαφορετικό βαθμό υπάρχει στα υπόλοιπα έργα της έκθεσης.
Καθώς η έκθεση αποκαλύπτει μία υβριδική πραγματικότητα και ένα αντίστοιχο είδος αναπαράστασης, ένα αμάλγαμα ψηφιακού και πραγματικού, ως κυρίαρχη συνθήκη, το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι πώς νοείται η εμπειρία σε έναν τέτοιο κόσμο.
Η έκθεση ενεργοποιεί κυρίως την οπτική και όχι την πολυαισθητηριακή εμπειρία που συνδέουμε με την ίδια την πραγματικότητα. Ενεργοποιεί όμως την φαντασία και μάλιστα υποδηλώνει ότι αυτό που φανταζόμαστε μπορεί να είναι πιο υπαρκτό από το πραγματικό. Χαρακτηριστικό αυτού είναι το ζωγραφικό έργο του Κωνσταντίνου Γιώτη που μιμείται ένα μετα-ιμπρεσιονιστικό τοπίο, που όμως δεν έχει προκύψει από την παρατήρηση της πραγματικότητας όπως συνέβαινε στον μετα-ιμπρεσιονισμό αλλά από μία φαντασίωση της φύσης και της πραγματικότητας που προκύπτει με τεχνητά, παραισθησιογόνα μέσα. Το ζήτημα της ψευδαίσθησης και της πραγματικότητας που τίθεται τόσο εύστοχα από την αλληγορία της σπηλιάς του Πλάτωνα επιστρέφει για πολλοστή φορά θέτοντας την πραγματικότητα και την εμπειρία σε νέα βάση.