Στεφανία Στρούζα : «Το έργο δεν είναι θέμα έμπνευσης αλλά δομής»

Από την Αθήνα, στο Εδιμβούργο, στη Βιέννη, στη Νέα Υόρκη και πίσω στην Αθήνα. Οι πόλεις που έζησε και ζει η εικαστικός Στεφανία Στρούζα επηρέασαν και συνεχίζουν να επηρεάζουν  τη δουλειά της, η οποία διερευνά πολιτιστικές αφηγήσεις διαφορετικής προέλευσης και διαφορετικών εποχών. Αφηγήσεις, μορφές, σύμβολα και διαπολιτισμικές αναμείξεις εκφράζονται μέσα από τα γλυπτά και τις εγκαταστάσεις της που έχουν παρουσιαστεί σε πολυάριθμες εκθέσεις και ιδρύματα σε όλο τον κόσμο. Μια καλλιτέχνης, πολίτης του κόσμου, που δίνει στην ύλη μια μοναδική ιδεολογική διάσταση.

 

  1. Ποιες είναι οι βασικές αρχές της εικαστικής σου πρακτικής;

Σημαντικό́ μέρος της πρακτικής μου σχετίζεται με πολιτισμικές αφηγήσεις και σύμβολα των οποίων η εμβέλεια λαμβάνει υπερτοπικές συντεταγμένες. Ταυτόχρονα, με γοητεύει η έννοια της «μακράς διάρκειας» (longue durée) του ιστορικού Φερνάντ Μπρωντέλ, η σημασία, δηλαδή, των αργά μεταβαλλόμενων γεωγραφικών και κοινωνικών διεργασιών.

Η διαδρομή μου νομίζω διαμορφώνεται και από τα εκάστοτε περιβάλλοντα στα οποία εργάζομαι. Στο παρελθόν, κατά την περίοδο διαμονής μου μεταξύ Βιέννης και Αθήνας, βασικές αναφορές της δουλειάς υπήρξαν η σχέση μεταξύ του αρχαϊκού κόσμου της Ανατολικής Μεσογείου και της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, με το Αιγαίο ως φαντασιακό του σύμπαντος αυτού. Κατά την διάρκεια του residency που πραγματοποίησα στην Πόλη του Μεξικού μελέτησα τις αυτόχθονες κοσμολογίες και τις χωρικές και πολιτικές προεκτάσεις τους. Τώρα έχω ξεκινήσει έναν κύκλο έργων που αφορά τη «μυθολογία» τόπων της Ανθρωποκαίνου όπως ορυχεία και βιομηχανικές ζώνες.

 

Νιώθω πιο κοντά στη γλυπτική, καθώς μέσα από τα αντικείμενα μπορώ να αποτυπώσω τις έννοιες αυτές της χρονικότητας, του σώματος και της γεωγραφίας που περιγράφω. Η μέθοδος εργασίας μου αφορά κυρίως διαδικασίες αφαίρεσης. Αναγνωρίζω διασυνδέσεις, η φόρμα και τα υλικά προκύπτουν εκ των υστέρων. Κατ’ αυτήν την έννοια προτιμώ την ιδέα του «διαμεσολαβητή» παρά του «δημιουργού». Η υλική πραγματικότητα είναι εκεί, εγώ εμπλέκομαι προκειμένου πράγματα που προϋπάρχουν να αναδυθούν. Δεν νιώθω την υποχρέωση το έργο να έχει την «γραφή» μου. Αντιθέτως, τα αγαπημένα μου γλυπτά είναι αυτά που μου δίνουν την αίσθηση ότι ήταν πάντα εκεί, πριν από μένα.

 

  1. Από πού αντλείς έμπνευση;

Με εμπνέουν λέξεις και πράγματα από φαινομενικά παράταιρες πηγές. Υπάρχει σαφώς ένα εννοιολογικό πλαίσιο πάνω στο οποίο κινούμαι και το οποίο αφορά ζητήματα πολιτισμικής διάχυσης, υλικότητας, ενσωμάτωσης, και συμβιώσεων στο σύγχρονο τεχνο-φυσικό περιβάλλον. Με την πάροδο, ωστόσο, του χρόνου ανακαλύπτω όλο και περισσότερο πώς το συγκινησιακό στοιχείο καθορίζει την οπτική μου πάνω σε έννοιες αφηρημένες. Αφετηρία πολλών έργων είναι κείμενα, όχι απαραίτητα από την κριτική θεωρία της τέχνης, όσο ιστορικά, λογοτεχνικά, ποιήματα. Τα προσεγγίσω με έναν άναρχο τρόπο, συνδυάζοντας θραύσματα ή απομονώνοντας λέξεις. Η πρόσφατη δουλειά μου, για παράδειγμα, περιστρέφεται γύρω από την ετυμολογία της καταστροφής στα αγγλικά (disaster), που προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά δυσ- και αστήρ. Μια λέξη που αποδίδει ένα υλικό αντικείμενο, ένα κακό αστέρι, και μια υπαρξιακή συνθήκη, τη σχέση της ζωής μας με το σύμπαν, το αναπάντεχο, το τέλος και τις διασυνδέσεις στις οποίες ανήκουμε.

Ταυτόχρονα, αφήνουν πάνω μου το αποτύπωμα τους αντικείμενα που συναντώ. «Λείψανα» ανθρωπογενή και φυσικά, συμβιώσεις πραγμάτων που υπάρχουν πριν από εμένα και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Με ενδιαφέρει πολύ ο βαθύς χρόνος της γης, η συνθήκη του προϋπάρχοντος, είναι κάτι που επιδιώκω και σαν αίσθηση στο έργο μου. Την ίδια αίσθηση αποκομίζω με το να αφουγκράζομαι τόπους, με τα έργα ως μια παράλληλη βιογραφία από μέρη που με καθόρισαν. Με συγκινεί, τέλος, η Μήδεια. Όχι στην γκραν κινιολ εκδοχή του Ευριπίδη αλλά στην πιο γήινη όψη της, ως αντι-ηρωίδα στο φιλμ του Πιερ Πάολο Παζολίνι και ως κατεστραμμένος τόπος στο θεατρικό κείμενο του Χάινερ Μίλλερ. Οι μεταμορφώσεις της, οι αντιθέσεις που ενσωματώνει. Είδα το φιλμ του Παζολίνι με την Μαρία Κάλλας το 2011, όταν ζούσα ακόμα στην Βιέννη. Και έκτοτε επανέρχομαι, με έλκει σε προσωπικό επίπεδο. Η Μήδεια ως το απόκοσμο, το μαγικό και συγκρουσιακό που απωθούμε.

 

  1. Με τι καταπιάνεσαι αυτή την περίοδο;

Αυτήν την περίοδο καταπιάνομαι με τον μετεωρίτη 212Μήδεια. Ένα υπαρκτό ουράνιο σώμα που φέρει το όνομα της χθόνιας αυτής θεότητας. Είναι ένα έργο που ξεκίνησε με αφορμή την συμμετοχή μου στην 3η Βιομηχανική Μπιενάλε της Κροατίας το 2020. Κατά τη διάρκεια της έρευνας για την περιοχή διάβασα ότι στο Αστεροσκοπείο της Πούλα ανακαλύφθηκε το 1880 ένας αστεροειδής που έλαβε το συγκεκριμένο όνομα. Κάποιες ημέρες αργότερα, ως μια συμπαντική σύμπτωση, μάθαμε για την πρόσκρουση ενός φλεγόμενου ουράνιου σώματος στην Κροατία. Ανέπτυξα έτσι μια αφήγηση γύρω από την 212Μήδεια και το συμβάν της πρόσκρουσης που αφορά την σύνδεση του συμπαντικού και του γεωλογικού βαθύ χρόνου (deep time). Η αφήγηση αυτή πήρε την μορφή ενός διευρυμένου γλυπτικού έργου που επεξεργάζεται έννοιες του γυναικείου και του γεωλογικού, του θραύσματος και του τερατόμορφου.

Ωστόσο, στη διαδικασία της έρευνας δεν είμαι μόνη. Υπάρχει ένας διάλογος με κάποιους συνεργάτες που εκτιμώ πολύ. Καταρχάς με τον επιμελητή Christian Oxenius ο οποίος με κάλεσε στην Μπιενάλε και επιμελήθηκε την παρουσίαση και θεωρητική πλαισίωση του συγκεκριμένου έργου. Με τον Christian εστιάσαμε στο εκεί ιστορικό πλαίσιο, παρουσιάζοντας τις δυο εκδοχές του  έργου σε δυο τοποθεσίες: την Ράσα, πρώην πόλη ανθρακωρύχων, και την Πούλα, άλλοτε σημαντικό κέντρο αστρονομικής έρευνας.

 

Την παρούσα περίοδο συνεργάζομαι με την επιμελήτρια Δάφνη Δραγώνα, μαζί με την οποία επεξεργάζομαι μια νέα διατύπωση της έρευνας. Η έκθεση, που θα παρουσιαστεί τον Οκτώβριο στο AnnexM, περιστρέφεται γύρω από την διασύνδεση της Μήδειας με το φαινόμενο της Γαίας. Στην νέα αυτή παραγωγή πειραματίζομαι και με το πρώτο μου βίντεο, ένα έργο το οποίο βασίζεται σε θραύσματα μονολόγων της Μήδειας από το έργο του Ευριπίδη, του Μίλλερ και του Παζολίνι. Σε συνεργασία με την επιμελήτρια Burcu Fikretoglu, δουλεύω επίσης μια σειρά κεραμικών έργων πάνω στην έννοια του ίχνους, με τους μετεωρίτες ως υλικές διασυνδέσεις ανάμεσα στο συμπαντικό και το γήινο. Τέλος, τον Σεπτέμβριο θα παρουσιάσω μέρος της παραπάνω έρευνας στο πλαίσιο του συνεδρίου “Repairing the Past” που οργανώνει ο ερευνητής Alexander Strecker .

 

Παράλληλα με την εργασία πάνω στη Μήδεια υπάρχει και μια άλλη ομάδα έργων, η οποία αφορά «λείψανα» του υλικού πολιτισμού.

 

  1. Πως έχει επηρεάσει η κατάσταση που ζούμε τη δουλειά σου; Ποιοι είναι οι τρόποι διαφυγής σου;

Είναι δύσκολο να κάνω έναν απολογισμό καθώς νιώθω ότι δεν βρισκόμαστε σε μια θέση «εκτός» ακόμα. Το διάστημα που πέρασε ήταν εξαιρετικά δύσκολο, καθώς ο εγκλεισμός για μένα συνδυάστηκε με το ότι αναγκάστηκα να αφήσω το εργαστήριο μου. Έχασα έτσι ξαφνικά όλα τα σημεία αναφοράς, της ζωής με τους άλλους και της ζωής ανάμεσα στα έργα. Πέρασα κι εγώ, όπως όλοι, μια περίοδο φόβου, άγχους και έλλειψης αναφορών. Ταυτόχρονα, η κατάσταση με έβαλε να αναθεωρήσω την στάση μου απέναντι στα πράγματα. Μπήκα σε μια διαδικασία να συνδεθώ εκ νέου με αυτά τα οποία δουλεύω και με απασχολούν, χωρίς τον εξωτερικό «θόρυβο», απλά και μόνο επειδή με κάνουν να ξυπνάω το πρωί και να νιώθω ζωντανή. Και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό, παρότι ξέρω ότι είναι ένα εύθραυστο συναίσθημα, ότι η πραγματικότητα συχνά σε καταβάλει, ιδιαίτερα τον καιρό αυτό.

Διαφυγή δεν είναι η λέξη που θα επέλεγα για να περιγράψω αυτό το οποίο επιδιώκω. Περισσότερο με αφορά η «παρουσία», ανεξαρτήτως των συνθηκών. Αυτό για μένα πηγάζει από την διαδικασία δημιουργίας ενός έργου, όχι τόσο με την έννοια της χειρωνακτικής εργασίας, όσο με την μορφή μιας σκέψης που με συνοδεύει, μιας αίσθησης με στοιχειώνει χωρίς να γνωρίζω ακόμα τι είναι, που με οδηγεί και τι επικοινωνεί. Το μη-λεκτικό, το αισθητηριακό που με βάζει σε επαγρύπνηση και διεγείρει την επιθυμία για αυτό που έπεται. Είναι ένας προσωπικός χώρος και μια μορφή ψυχανάλυσης που βρίσκω σε αυτήν την μορφή άυλης εργασίας.  Ένα άλλο ζωτικό κομμάτι που τροφοδοτεί την «παρουσία» μου στα πράγματα είναι οι συνομιλίες μου με φίλους. Και είμαι πολύ ευτυχής για τους φίλους καλλιτέχνες και συνεργάτες που έχω δίπλα μου, άνθρωποι που στάθηκαν σε θέματα υγείας, επαγγελματικά, προσωπικά. Πάνω σε αυτή την δημιουργική εσωστρέφεια και το επιλεκτικό μοίρασμα με ανθρώπους που με εμπνέουν χτίζω το δικό μου «χώρο» για να υπάρχω.

 

  1. Θεωρείς πως η Ελλάδα παρέχει το κατάλληλο περιβάλλον για τους καλλιτέχνες;

Στην Ελλάδα ζω μόνιμα τα τελευταία 3 χρόνια περίπου, μετά από μια περίοδο 10 χρόνων όπου είχα ως το τόπο διαμονής το Εδιμβούργο, τη Βιέννη και μετέπειτα τη Νέα Υόρκη. Επομένως δεν έχω μια σαφή εικόνα για το πώς τα πράγματα λειτουργούσαν για τους καλλιτέχνες παλαιότερα, όπως πριν την κρίση για παράδειγμα. Προσωπικά η Αθήνα μου έδωσε ένα πρόσφορο έδαφος, σε επίπεδο συνεργατών, και την δυνατότητα να αναπτύξω με βιωματικό τρόπο κάποιες θεματικές που με απασχολούσαν και αφορούσαν το συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο. Ο εικαστικός χώρος της Αθήνας είναι ένα περιβάλλον το οποίο παρά την μικρή του κλίμακα διατηρεί μια πολυφωνία και υψηλό επίπεδο και αυτό δεν θα έπρεπε να το υποτιμούμε. Ωστόσο, όπως ήδη έχει διατυπωθεί από πολλούς συναδέλφους, είναι και ένα περιβάλλον που σε φτάνει καθημερινά στα όρια σου. Για παράδειγμα, δεν μπορεί η διδασκαλία της τέχνης σε σχολεία να είναι μονόδρομος προκείμενου ένας καλλιτέχνης να μην είναι διαρκώς σε επισφάλεια. Η παιδεία της τέχνης θα έπρεπε να διευρυνθεί και να συμπεριλάβει όλα αυτά που εκπροσωπούμε και την γνώση που παράγουμε ως καλλιτέχνες, όχι εμείς να συρρικνωθούμε για να χωρέσουμε στα κουτιά που ορίζει ένα παρωχημένο σύστημα παιδείας. Με την ίδια λογική μπορεί κανείς να μιλήσει για την αγορά τέχνης, το πως τα πανεπιστήμια και τα κρατικά μουσεία μπορούν να παίξουν ένα ρόλο, όπως για παράδειγμα γίνεται στην Βιέννη όπου κάθε χρόνο η Ακαδημία Καλών Τεχνών αγοράζει έργα απόφοιτων για την μόνιμη συλλογή της.

 

Κάτι τελευταίο που θα ήθελα να σχολιάσω είναι ότι ενώ στην Αθήνα τα πράγματα είναι ίσως πιο δημοκρατικά ως προς το ξεκίνημα ενός καλλιτέχνη υπάρχει για όλους μας μια επερχόμενη στιγμή κρίσης. Είναι η στιγμή που το έργο χρειάζεται να πάρει άλλες διαστάσεις (υλικές ή ερευνητικές, δεν έχει σημασία) και κατά την οποία δεν υπάρχει υποδομή και στήριξη. Και εκεί διακυβεύεται και το μέλλον της δουλειάς. Το πως σταματάς να «μεγαλώνεις», το πως μπορεί να εγκλωβιστείς σε ένα πρότυπο βολικό και διαχειρίσιμο, γιατί πολύ απλά από μόνος σου είναι ανέφικτο να σηκώσεις αυτό το βάρος. Η δημιουργία ενός έργου, μπορεί να πηγάζει από ένα καλλιτέχνη, αλλά εν τελεί δεν είναι ατομικό πόνημα αλλά προϊόν διευρυμένων, συλλογικών διαδικασιών. Υπάρχει μια λανθασμένη αντίληψη ότι π.χ. ο τάδε επαναλαμβάνεται, δεν έχει πια «έμπνευση»! Το έργο δεν είναι θέμα «έμπνευσης» αλλά δομής, και η δομή αυτή δεν βρίσκεται μόνη της μέσα στο εργαστήριο μου, αλλά έχει αναφορές σε ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα που την περιβάλλει και την τροφοδοτεί ή την καταπνίγει.

 

  1. Σχέδια και ευχές για το μέλλον;

Το καλοκαίρι θα βρίσκομαι στην Νέα Υόρκη για να παρακολουθήσω το ISCP (International Studio & Curatorial Program) με την στήριξη του Ιδρύματος Κωστόπουλου. Μου φαίνεται εξωτικό και παράξενο το ότι πρόκειται να ταξιδέψω ξανά και αναρωτιέμαι ποια θα είναι η εντύπωσή μου από την πόλη που ζούσα το 2018 σε πολύ διαφορετικές συνθήκες. Παράλληλα συνεχίζω την διδακτορική μου διατριβή «Εργαστήριο Μήδειας» σε διάλογο με τον καθηγητή του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Γιώργο Τζιρτζιλάκη. Είναι μια δουλειά που τροφοδοτεί τα έργα και ευελπιστώ ότι σε βάθος χρόνου θα ανοίξει καινούργια κεφάλαια έρευνας σε θεματικές που προσεγγίζω τώρα με διαισθητικό τρόπο.

Η ευχή μου για το μέλλον είναι επανασύνδεση μεταξύ μας και με το φυσικό περιβάλλον.

Και ευδαιμονία, “κατευνασμό του προσωπικού μας δαίμονα” (διάβασα πρόσφατα τον ορισμό αυτό και τον αναμεταδίδω!)

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης