Οι 2 της Παρασκευής: Οι ανοικτές πληγές που κλείνουν

ΕΜΣΤ ανοικτό

© Stephie Grape

Της Όλινκας Μηλιαρέση-Βαρβιτσιώτη

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ανέβηκα τα σκαλιά του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, αλλά σίγουρα ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα συγκινημένη και αισιόδοξη για το μέλλον του. Ο λιτός αλλά δυνατός τίτλος με τον οποίο ανοίγει για το κοινό από σήμερα η συλλογή του συνοψίζει την προσέγγιση της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη: ένα μουσείο μόνιμα προσβάσιμο, με βασικές δομές (βλ. βιβλιοθήκη, πωλητήριο, αναψυκτήριο) που θέτουν τα θεμέλια για μια ομαλή και δυναμική πορεία. Αξίζουν συγχαρητήρια στην υπουργό που έθεσε ως απόλυτη προτεραιότητα το να λύσει τα βασικά προβλήματα που κρατούσαν το ΕΜΣΤ κλειστό για τους πολίτες, αναγνωρίζοντας την ανάγκη να υπάρχει ανοιχτό ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης.

Παράλληλα, δεν μπορούσα να μη νιώσω μια θλίψη για όλους τους Έλληνες καλλιτέχνες που δεν είχαν την αναγνώριση που τους άξιζε, επειδή επί μια εικοσαετία στάθηκε αδύνατο να δημιουργηθεί ένα αφήγημα για τη σύγχρονη ελληνική τέχνη ελλείψει ενός μουσειακού χώρου που θα μπορούσε να τους προβάλλει. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για το ΕΜΣΤ: να γίνει ο πυλώνας που θα αναδείξει την πλούσια εικαστική παραγωγή της χώρας μας, αποκτώντας ενεργό ρόλο στη στήριξη των νέων καλλιτεχνών και την εκπαίδευση του εγχώριου κοινού.

Σε μια εποχή που ο ρόλος του μουσείου διαρκώς αλλάζει, σε σημείο που αναθεωρείται πλέον ο ορισμός του, είναι σημαντικό το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης να ξεκινήσει άμεσα τις δράσεις του, ώστε να κάνει τα άλματα που χρειάζεται για να καλύψει τα κενά και το χρόνο που χάθηκε ανοιγοκλείνοντας τα τελευταία χρόνια, ώστε να αντιστρέψει και το γενικευμένο κλίμα δυσπιστίας του καλλιτεχνικού κόσμου.

Δεν είμαστε πια παιδάκια στην Ομόνοια

Του Δημήτρη Αθηνάκη

Το ερώτημα που θα έπρεπε να τεθεί εξαρχής για το ζήτημα της Ομόνοιας, όπως τη γνωρίζαμε ώς τη στιγμή που μπήκαν οι εργοταξιακές λαμαρίνες, είναι: σε ποιον λείπει η Ομόνοια; Αν συνέβαινε το ίδιο με την πλατεία Συντάγματος, την πλατεία Κοραή ή, ακόμη ακόμη, και την πλατεία Εξαρχείων, θα ήταν ίδια η απάντηση; Πιθανολογώ, όχι. Κι αυτό, διότι, με την ανά τα χρόνια απαξίωσή της, η πλατεία Ομονοίας είχε καταλήξει μία ζώνη του λυκόφωτος ― η «γέφυρα» που ένωνε τη φωτισμένη Αθήνα του Συντάγματος και των πέριξ του με τη σκοτεινή περιοχή που ονομάζεται γενικώς Ομόνοια και συνδέεται με την Αχαρνών και το Μεταξουργείο. Σε ποιους, λοιπόν, λείπει η επί ένα έτος κλειστή Ομόνοια και ποιους πρόκειται να ανακουφίσει το νέο της πρόσωπο;

Όσο κι αν είμαστε αισιόδοξοι για τα βήματα που θα μεταμορφώσουν όλο το κέντρο της πρωτεύουσας ―αυτό το πολλάκις άχαρο συνονθύλευμα φωτός και σκότους, νομιμότητας και ανομίας, μητρόπολης και επαρχίας―, συμπεριλαμβανομένων της Εθνικής Πινακοθήκης και του ΕΜΣΤ, που τα περιμένουμε χρόνια τώρα πώς και πώς, η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται ένα πολυεπίπεδο σοκ στην αντίληψη και τη χρήση της πόλης απ’ όλους μας: θεσμούς και πολίτες.

Γράφονται και ξαναγράφονται χιλιάδες λέξεις για την Ομόνοια: για την ιστορία της, τη σημασία της, τα πάθη της, την εξέλιξή της· για το αν ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης έκανε καλά που πήρε την κατάσταση στα χέρια του αλλάζοντας ―χωρίς αρχιτεκτονικό διαγωνισμό και προκαλώντας ερωτηματικά για το ποιος ειδικός αποφάσισε ότι πρέπει να γίνει «έτσι»― τον σχεδιασμό της πλατείας που παρέδωσε ο Γιώργος Καμίνης· για τη σχεδιαστική και κατασκευαστική συμμετρία του σιντριβανιού σε σχέση με τις καμπύλες της πλατείας αλλά και για το κατά πόσον η νέα Ομόνοια επαναφέρει την αίγλη της χρησιμοποιώντας ένα αρχιτεκτονικό εύρημα ενός ―ένδοξου;― παρελθόντος (το πρώτο σιντριβάνι εμφανίστηκε το 1959).

Και θα συνεχίσουν να γράφονται λέξεις. Αυτό που κανείς, ωστόσο, δεν μας έχει απαντήσει ακόμα είναι για το σχέδιο της επόμενης ημέρας, πέρα από τους εξωραϊσμούς, τις αναμορφώσεις και τα instagramable σημεία της Αθήνας ― πέρα από τα, ομολογουμένως όμορφα και παρακινητικά πυροτεχνήματα και τα «πάμε να την αγαπήσουμε από την αρχή». Διότι μπορεί η Ομόνοια να κλείσει ως ανοιχτή πληγή, αλλά δεν υπήρξε πληγή επειδή δεν υπήρχε το σιντριβάνι. Υπήρξε πληγή επειδή ουδείς ―πλην των παρανόμων, των εκνόμων και όσων «λιάζονταν» στην πλατεία― υπήρξε να την επισημάνει ως το πραγματικό κέντρο απ’ όπου μετρούνται όλες οι χιλιομετρικές αποστάσεις από την Αθήνα.

Η ομορφιά της νέας πλατείας χωρίς όραμα, ικανότητες και σχεδιασμό θα καταλήξει ένας παιδικός επίδεσμος· από εκείνους με τα πολύχρωμα σχεδιάκια που βάζουμε στις πληγές των παιδιών για να τα ξεγελάσουμε. Εμείς, οι κάτοικοι αυτής της πόλης, δεν είμαστε πια παιδάκια· αλλά η πληγή παραμένει…

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης