© Nick Knight/Στέγη Ιδρύματος Ωνάση

Οι 2 της Παρασκευής: Οι γραφικότητες, οι κενολογίες και ο προβληματισμός που δεν έρχεται

Της Όλινκας Μηλιαρέση-Βαρβιτσιώτη

Εκτός από την αμείλικτη πραγματικότητα με την οποία έχουμε έρθει αντιμέτωποι για ακόμη μία φορά με το περιστατικό δολοφονίας του George Floyd στην Αμερική, το εγχώριο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι απασχόλησε έντονα αυτή την εβδομάδα και η συμβολή της Λένας Κιτσοπούλου στο πρότζεκτ ENTER της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και του Onassis USA. Η μικρού μήκους ταινία «Λάλκα» ξεσήκωσε αντιδράσεις τόσο για τη γραφική αισθητική της όσο και για τα λεγόμενα της καλλιτέχνιδας. Κάποιοι, μάλιστα, απόρησαν που αυτό το περιεχόμενο προέρχεται από πλατφόρμα του ιδρύματος, το οποίο γενικά αποτελεί υπόδειγμα προοδευτικής σκέψης και παραγωγής ποιοτικών πολιτιστικών προϊόντων.

Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, βέβαια, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι και εδώ η Στέγη πρωτοτυπεί, δίνοντας το βήμα σε ετερόκλητες απόψεις να συγκεντρωθούν υπό τη σκέπη της ― όσο αμφιλεγόμενες και αν είναι αυτές. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Ουκ ολίγες φορές το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου έχει βρεθεί στο στόχαστρο επειδή προσκεκλημένοι σκηνοθέτες έχουν μεταχειριστεί ζώα στις παραστάσεις που έχουν παρουσιαστεί στο πλαίσιο του προγραμματισμού του.

Θα ήθελα, όμως, να σταθώ στον γραφικό τρόπο που επιλέγει η δημιουργός για να οπτικοποιήσει τη θέση της και τα λεγόμενά της. Κυρίως επειδή, από εικαστικής απόψεως, το προκλητικό δεν θεωρείται πλέον αβάν-γκαρντ, αλλά ξεπερασμένο: πάνε τριάντα χρόνια από τότε που ο Damien Hirst έβαλε ένα γδαρμένο κεφάλι αγελάδας μέσα σε μια γυάλινη προθήκη, παρέα με μύγες, για να μιλήσει για το ανέφικτο του κύκλου της ζωής και του θανάτου στο έργο A Thousand Years (1990). Και όχι μόνο στην τέχνη.

Από το 2001 που έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι, οι σοκαριστικές εικόνες έχουν γίνει μέρος της καθημερινότητάς μας. Έχουμε δει ζωντανά στην κάμερα τρομοκράτες να δολοφονούν πολίτες για παραδειγματισμό, κόσμο να πεθαίνει κατά εκατοντάδες στην Αφρική από Ebola, φέρετρα να στοιβάζονται για να μεταφέρουν τους νεκρούς από κορονοϊό… Ακόμη και η καταγραφή live του πνιγμού του Floyd από τον αστυνομικό καταδεικνύει ότι το θέαμα δεν είχε σοκάρει τόσο αυτούς που το βιντεοσκοπούσαν επί 6 ολόκληρα λεπτά, ώστε να προσπαθήσουν να κάνουν κάτι για να το σταματήσουν.

Σε μια εποχή, λοιπόν, που βομβαρδιζόμαστε συνεχώς από βίαιες εικόνες και τις έχουμε συνηθίσει, από τους καλλιτέχνες περιμένουμε κάτι περισσότερο ώστε να μας προβληματίσουν σοβαρά γι’ αυτά που έχουν να πουν. Καλώς ή κακώς, ζούμε σε έναν άλλο κόσμο από αυτόν που υπήρχε τη δεκαετία του ’90 και, αντί να ευαγγελιζόμαστε την επιστροφή στην Αρκαδία ως πανάκεια, θα έπρεπε να κοιτάζουμε πώς να διαχειριστούμε την παρούσα κατάσταση με σύγχρονους όρους. Για να ξεπεράσουμε τις κρίσεις του καιρού μας, χρειάζονται ερεθίσματα που θα απευθύνονται στους προβληματισμούς του σήμερα με τρόπο που να διεγείρει τη σκέψη σε ένα δεύτερο επίπεδο.

Του Δημήτρη Αθηνάκη

«Οι καλλιτέχνες και οι στοχαστές θα μπορούσαν να σκεφτούν τους λόγους που αναζητούν δημόσιο βήμα και το τι θα κάνουν με αυτό. Θα έπρεπε να είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν την αβεβαιότητα, να αγκαλιάσουν την αστάθεια και να αναστοχαστούν τις ιδέες τους. Αντί να γεμίζουν το κενό με κενολογίες, αυτό που κατ’ ελάχιστον χρειάζεται είναι ο στοχασμός τού τι σημαίνει να ζεις σε αυτό το κενό. Είμαι σίγουρος ότι κάποιος, κάπου, δημιουργεί ένα αριστούργημα για την κρίση [του κορονοϊού]. Ίσως, όμως, δεν μας δοθεί η ευκαιρία να το απολαύσουμε σύντομα. Διότι τα καλά πράγματα παίρνουν χρόνο. Κι αυτό δεν πειράζει καθόλου».

Έτσι ολοκληρώνει το διαυγές άρθρο του ―με τίτλο «“Artists in Quarantine,” public intellectuals, and the trouble with empty heroics»― στο Art Agenda ο Jörg Heiser, καθηγητής Θεωρίας και Κριτικής της Τέχνης στο Universität der Künste Berlin. Σε αυτό το μακροσκελές κείμενο, ο Heiser αναλύει διεξοδικά τι σημαίνει να λαμβάνεις θέση, ως καλλιτέχνης και δημόσιος διανοούμενος, απέναντι στις κρίσεις που μαστίζουν τις ανθρώπινες κοινωνίες. Παίρνει, μάλιστα, ως παράδειγμα τρεις περιπτώσεις: τον σούπερ σταρ Ιταλό φιλόσοφο Giorgio Agamben, τον Γερμανό σκηνοθέτη Frank Castorf και τον Γερμανό συγγραφέα Daniel Kehlmann και τις αντιδράσεις τους στο lockdown εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19. Το πνεύμα του άρθρου συνοψίζεται στο απόσπασμα με το οποίο ξεκινά το παρόν.

Ίσως αυτό θα αρκούσε να ολοκληρώσει μια και καλή τη συζήτηση ―μεταξύ μας, έναν ακόμη δημόσιο εμφύλιο στα καθ’ ημάς― για τη «Λάλκα», το φιλμάκι που δημιούργησε η Λένα Κιτσοπούλου στο πλαίσιο του πρότζεκτ «Enter» της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Όπως αναφέρεται στην περιγραφή του πρότζεκτ, «η Στέγη και το Onassis USA δίνουν 120 ώρες σε καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο, ώστε να δημιουργήσουν μέσα στο σπίτι τους μια σειρά από νέα πρωτότυπα έργα τέχνης που θα δώσουν φωνή στο σήμερα».

Η συζήτηση που προέκυψε, όμως, είχε τα πάντα: το αισθητικό αποτέλεσμα, την ίδια την Κιτσοπούλου και την ιστορία της, τη Στέγη που χρηματοδότησε το πρότζεκτ και το φιλοξένησε στην πλατφόρμα της. Δημιουργήθηκε ένας ―για να το πούμε κομψά― αχταρμάς για το ίδιο το βίντεο, την τρικυμία εν κρανίω της καλλιτέχνιδος, τα χρήματα που πήρε από ένα «συστημικό» ίδρυμα ενώ θέλει να πολεμήσει το «σύστημα» και καλεί σε ζωή έξω από αυτό, τη Στέγη που δέχθηκε να το προβάλει.

Προσωπικά, προτίμησα να σταθώ στην ίδια την κενολογία που αναφέρει ο Heiser. Σε αυτόν τον ξεπερασμένο τρόπο να καλέσεις σε αντίσταση, να δείξεις ότι η επιστροφή στα ένστικτα, στον πρωτογονισμό της συμφιλίωσης με τη βία της φύσης ―αυτήν που συνειδητοποιεί η Λένα Κιτσοπούλου στα 1.400 μ. υψόμετρο―, σε αυτό το παραγεμισμένο με δήθεν προκλητικό αίμα, εκδοροσφαγές, πυροβολισμούς και ωμοφαγία τρόπο να δώσεις φωνή στο σήμερα, όπως είναι και ο αρχικός σκοπός του πρότζεκτ που έθεσε η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.

Στις 120 ώρες που είχε στη διάθεσή της, η Λένα Κιτσοπούλου αποφάσισε να μας χαρίσει δεκατριάμισι λεπτά τραμπικά φορτισμένων επιθετικών κλισέ, αφού, όπως λέει η ίδια, στον οικισμό Λάλκα «συνειδητοποιώ πόσο πολύ έχει αδρανήσει η δύναμη του ανθρώπου για την επιβίωση μέσα στο παγκόσμιο, φασιστικό οικονομικό σύστημα, το οποίο ονομάζεται καπιταλισμός και στο οποίο όλοι μας έχουμε υποδουλωθεί, νομίζοντας ότι η ποιότητα της ζωής μας προοδεύει μαζί με την επιστήμη και την τεχνολογία, ενώ πεθαίνουμε πλέον, όχι από τον Covid-19, αλλά από καρκίνους, εγκεφαλικά, αυτοάνοσα, καταθλίψεις και πίεση».

«Με το πρότζεκτ αυτό θέλω να μιλήσω για το δικαίωμα του ανθρώπου να αφήνει τον χρόνο να κυλάει χωρίς την έπαρση του να πράττει όλη την ώρα καλοσύνες και σπουδαία έργα», ομολογεί η ίδια η Λένα Κιτσοπούλου στο συνοδευτικό κείμενο. Αν εξαιρέσουμε την αναφορά στην έπαρση ―τι άλλο εκτός από έπαρση είναι αυτό το βίντεο και η δήλωσή της ότι «η ζωή δεν είναι φόβος και πανικός, ούτε ένα μηνιάτικο που χωρίς αυτό πεθαίνεις»;―, τότε πράγματι αυτό το βίντεο δεν είναι πράξη καλοσύνης και δημιουργίας σπουδαίου έργου. Είναι μία πασέ πρόκληση μιας καλλιτέχνιδος που παρασύρεται από τον εαυτό της, από το ταλέντο της να ταράζει τα ύδατα της «κανονικότητας», να σε συμπαρασύρει στον άβολο κόσμο της τόσα και τόσα χρόνια.

Μόνο που τώρα απλώς «πέταξε» στη μονταζιέρα σκέψεις ατάκτως ερριμμένες ως brand «Λένα Κιτσοπούλου», όχι ως το μεγάλο ταλέντο που είχαμε αναγνωρίσει στις λογοτεχνικές της «Νυχτερίδες», στην «Γκόλφω» ή στη «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.». Βιάστηκε να πάρει μια θυμωμένη θέση απέναντι σε «ανόητους» ― όχι απέναντι σε «κομφορμιστές», «βολεμένους», «συστημικούς». Έτσι μας αντιμετώπισε. Και κάπως έτσι θα την αντιμετωπίσουμε κι εμείς.

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης