Λος Άντζελες © Ringo H W Chiu/AP/Shutterstock

Οι 2 της Παρασκευής: Ο George Floyd, η τέχνη και ο ακτιβισμός

Της Όλινκας Μηλιαρέση-Βαρβιτσιώτη

Εδώ και δέκα μέρες, η δολοφονία του George Floyd έχει ξεσηκώσει κύμα αντιδράσεων και διαδηλώσεων για τον τρόπο με τον οποίον εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται οι μαύροι. «Δεν το πιστεύω ότι είμαι 84 και διαμαρτύρομαι ακόμα γι’ αυτές τις μ***κίες», έγραφε σε ένα χαρτόνι μία ηλικιωμένη κυρία που έγινε viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι πράγματι απίστευτο ότι εν έτει 2020 οι άνθρωποι εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται διαφορετικά λόγω του χρώματος του δέρματός τους, έπειτα από τόσες δεκαετίες αγώνων και την πλήρη αφομοίωση της μαύρης κουλτούρας στην καθημερινή ζωή του δυτικού κόσμου.

Τα αντανακλαστικά των καλλιτεχνών λειτούργησαν για ακόμη μία φορά γρήγορα, ιδιαίτερα των street artists. Οι δρόμοι γέμισαν με γκραφίτι-προσωπογραφίες του Floyd, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσουν την εικόνα του ανθρώπου που καρφώθηκε στο υποσυνείδητό μας πεσμένος με το πρόσωπο στην άσφαλτο, να παρακαλά για τη ζωή του ψελλίζοντας «I can’t breathe». Ο Floyd έχει πλέον γίνει σύμβολο διεκδίκησης ενός πιο δίκαιου κόσμου για τα παιδιά μας, όπως είχαν γίνει κι άλλοι πριν από εκείνον.

Στην προκειμένη περίπτωση, βέβαια, εντυπωσιακή είναι η ανταπόκριση και η στήριξη που έχει βρει το κίνημα εκτός ΗΠΑ στην εποχή των social media. Μαζικά καλλιτέχνες κάνουν δηλώσεις και οργανισμοί βγάζουν δελτία τύπου για το πόσο στηρίζουν την κοινωνική ισότητα και τον πλουραλισμό, ενώ την περασμένη Τρίτη, με το Blackout Tuesday, το μαύρο τετράγωνο κυριάρχησε στις οθόνες των κινητών μας ως κίνηση αλληλεγγύης με τα αιτήματα των Αμερικανών διαδηλωτών. Κάπου εδώ, όμως, αρχίζει το πρόβλημα, διότι γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια της ουσιαστικής ευαισθητοποίησης από την επιφανειακή τοποθέτηση για επικοινωνιακούς σκοπούς.

Θα περίμενε κανείς ότι μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στο ανώτατο αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ δεν θα έπρεπε καν να συζητάμε περί των ίσων δικαιωμάτων των μαύρων ― από την άλλη, βέβαια, όπως είχε σχολιαστεί τότε, ο Ομπάμα έτυχε ευρείας αποδοχής ακριβώς επειδή η δημόσια εικόνα και το προφίλ του δεν διέφεραν σε τίποτα από αυτά ενός εύπορου WASP. Η δε διαδοχή του από τον Ντόναλντ Τραμπ απλώς απέδειξε ότι η προεδρία του δεν λειτούργησε ως ένα βήμα μπροστά προς έναν καλύτερο κόσμο, αλλά αποκάλυψε πόσο δρόμο έχουμε ακόμα για μια πραγματικά ίση κοινωνία. Αν και είναι απορίας άξιο πώς γίνεται κάποιος να αγαπά τη μαύρη μουσική (ραπ, r’n’b, σόουλ, τζαζ), να υιοθετεί το στιλ των μαύρων σχεδιαστών μόδας, να θαυμάζει την ομορφιά των μαύρων μοντέλων και να αγοράζει τα προϊόντα που προωθούν, αλλά να μην αναγνωρίζει ότι δικαιούνται την ίδια αντιμετώπιση ― και δη στα μάτια του νόμου και των οργάνων εφαρμογής του.

Αντίστοιχα δυσκολεύομαι να πιστέψω, όμως, ότι μια καμπάνια αλληλεγγύης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όσο grassroots και αν είναι, ή μια καλλιτεχνική εποποιία του δρόμου μπορούν να αλλάξουν ουσιαστικά τον τρόπο που αντιμετωπίζει το ευρύτερο κοινό θέματα ισότητας και δικαιοσύνης. Για να γίνουν αυτά κτήμα μας, ο ακτιβισμός πρέπει να γίνει στάση ζωής πρώτα απ’ όλα μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, εκπαιδεύοντας τα παιδιά μας και τους εαυτούς μας να πράττουν δίκαια και να συμπεριφέρονται σωστά σε όλους και όχι ανάλογα με προκαταλήψεις που εδράζονται στην κοινωνική και οικονομική τάξη, το φύλο και τη φυλή των άλλων. Το ίδιο και στην τέχνη: για να έχει αξία το μήνυμα ενός έργου τέχνης σε βάθος χρόνου, οι καλλιτέχνες δεν θα έπρεπε να επιδιώκουν να δημιουργήσουν ένα πυροτέχνημα, αλλά κάτι που θα έχουν επεξεργαστεί σε βάθος και θα έχει πολυεπίπεδο νόημα, αντλώντας από τη μακρά ιστορία του θέματος, όπως κάνει, π.χ., η Kara Walker.

Νάπολη, Ιταλία © CIRO FUSCO/EPA-EFE/Shutterstock

Του Δημήτρη Αθηνάκη

Είχα πάντοτε έναν δισταγμό απέναντι στις αντιδράσεις της τέχνης στα «μεγάλα» γεγονότα όσο αυτά συνέβαιναν· έναν δισταγμό για την έλλειψη αποστασιοποίησης απέναντι στο εδώ-και-τώρα. Ανέκαθεν πίστευα ότι πρέπει να κρυώσει το φαγητό λιγάκι για να το φας, αλλιώς κινδυνεύεις να σε κάψει (ας θυμηθούμε τη συζήτηση για τη «Λάλκα» της Λένας Κιτσοπούλου). Η τέχνη δεν είναι ρεπορτάζ, δεν είναι δημοσιογραφικό κείμενο που οφείλει εξ αντικειμένου να καλύψει την επικαιρότητα ― παρότι έχουν κι αυτά τα κείμενα την τέχνη τους· ειδικά την τέχνη του αντικειμενικού.

Υπάρχουν, όμως, εκείνες οι περιπτώσεις όπου δεν μπορείς να κρατηθείς, δεν γίνεται να μείνεις πίσω ― πόσο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με τη street art, την τέχνη που ζωντανεύει τις πόλεις μας, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κάθε παρόντος της. Ή, σε άλλη περίπτωση, όταν έχουμε να κάνουμε με την ανάγκη άμεσων αντανακλαστικών για να διαχυθεί η πληροφορία ή να συγκεντρωθούν χρήματα. (Παρένθεση: ειδικά γι’ αυτό το τελευταίο, διατηρώ σταθερά την άποψη ότι δεν χρειάζονται ανταλλάγματα οι δωρεές ― αλλιώς τι δωρεές είναι; Είναι στιγμές, βέβαια, που ξεχνώ ότι «είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε».)

Εντοπίζω και μία άλλη διάσταση εδώ ― πιο, ας την ονομάσω έτσι, πρακτική, καίτοι, κατά βάθος, υπαρξιακή. Με τον καταιγισμό «μεγάλων» γεγονότων, με τα απανωτά χτυπήματα της παγκόσμιας μοίρας, με τη διάχυση της πληροφορίας σχεδόν τη στιγμή που εκείνη συμβαίνει, όσο περιμένεις να καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός και να φιλτράρεις την Ιστορία, σε έχει βρει καινούργιο «κακό» και μοιάζει η καλλιτεχνική ―ή όποια άλλη― προσφορά σου irrelevant με την εποχή. (Παρένθεση ξανά: όπως έχω ξανασημειώσει, δεν θεωρώ υποχρεωτικό, αναγκαίο και τα τοιαύτα να λαμβάνει θέση ο καλλιτέχνης απέναντι στο εκάστοτε εδώ-και-τώρα του και να αντιδρά σε καθετί που σημειώνεται στο παρόν του.)

Η τέχνη νιώθει πάντα την ανάγκη να αντιδράσει… δημοσιογραφικά. Δεν αντέχει να σιωπά. Αυτό συνέβη με την πανδημία, αυτό συμβαίνει τώρα και με τη δολοφονία του George Floyd. Χάνεται η πολυτέλεια του χρόνου, διότι η τέχνη και οι καλλιτέχνες έχουν παρασυρθεί από την ταχύτητα του 21ου αιώνα ή από την κεκτημένη ταχύτητα που μας κληροδότησε ο 20ός, ο αιώνας των καταιγιστικών αλλαγών σε όλα ―όλα!― τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας. Είναι η ίδια η ζωή φτιαγμένη έτσι πια: απαιτεί γρήγορα αντανακλαστικά για να μη σ’ αφήσει πίσω· επιβάλλει να παίρνουμε θέση όλοι για όλα. Καμιά φορά, χωρίς φίλτρο, απλώς για να «ξεμπερδέψουμε και μ’ αυτό» ή για να μη θεωρηθεί η αιδήμων σιωπή συνενοχή. Κι αυτό αποτελεί μεγάλη παγίδα.

Ωστόσο, νιώθω μια κάποια συγκίνηση όταν βλέπω τις τοιχογραφίες που εμφανίστηκαν σε διάφορες πόλεις του κόσμου για τη δολοφονία του George Floyd· μια συγκίνηση για την επιμονή να καταδειχθεί το άδικο, το δολοφονικό, το παράλογο, το ανοίκειο, το απάνθρωπο ― χωρίς να προσβάλλει, δίχως να μας αντιμετωπίζει ως «ανόητους». Είναι ένας τρόπος να μην ξεχνάμε, να αιφνιδιαζόμαστε και να ενεργοποιούμαστε ―με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας και η καθεμιά μας― υπέρ της ίδιας της ζωής. Είναι ένας τρόπος να ξαναγίνονται οι πόλεις μας καθρέφτες των σκέψεών μας, να επανέρχονται στη σύνδεση με τους δημιουργούς και τους χρήστες τους ― εμάς.

Είναι η συγκίνηση που νιώθεις όταν η τέχνη επιστρέφει στον ανθρωπισμό, κι ας χάνει λιγάκι σε αισθητική. Δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Αντιθέτως· ίσως έτσι να σώζεται. Ποιος ξέρει…

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης