Το άγαλμα του εμπόρου σκλάβων Edward Colston βουτάει στα νερά του λιμανιού του Μπρίστολ, θύμα των διαδηλωτών για τη δολοφονία του George Floyd © Ben Birchall/PA via AP

Οι 2 της Παρασκευής: Πού πάνε τα αγάλματα όταν πέφτουν;

Της Όλινκας Μηλιαρέση-Βαρβιτσιώτη

Τις τελευταίες μέρες έχει επανέλθει διεθνώς η συζήτηση για τη θέση των δημόσιων μνημείων στη διαμόρφωση της ιστορικής μνήμης, με αφορμή τους βανδαλισμούς ανδριάντων ατόμων που είχαν συμβάλει στη ματωμένη ιστορία της αφρικανικής ηπείρου και των ανθρώπων της, κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων που πυροδότησε η δολοφονία του George Floyd.

Ενώ κατανοώ απόλυτα την οργή για την άρνηση του δυτικού κόσμου να εντάξει ουσιαστικά την πολυπολιτισμικότητα στην κοινωνική δομή του με ισονομία για όλους, το ζήτημα των μνημείων είναι πολυσύνθετο. Ζώντας σε μία χώρα όπου δημόσια γλυπτά βανδαλίζονται κατά παράδοση σε στιγμές αναταραχών, ακόμη και αν αναπαριστούν προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών ή αποτίουν φόρο τιμής στο Ολοκαύτωμα, ξέρω ότι υπάρχει μια λεπτή γραμμή που διαχωρίζει τη δικαιολογημένη από την αδικαιολόγητη βία. Έτσι, παρόλο που η περίοπτη θέαση αγαλμάτων ατόμων που έχτισαν τον πλούτο και τη δύναμή τους ποδοπατώντας ανθρώπινες ζωές είναι ιδιαίτερα προβληματική, νομίζω ότι δεν πρέπει να βιαστούμε να καταστρέψουμε εντελώς δημιουργήματα μίας άλλης εποχής που, εκτός από τεκμήρια αυτής, διατηρώντας τη μνήμη της, αναδεικνύουν τις προβληματικές της, ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.

Κάθε έργο τέχνης είναι αποτέλεσμα της εποχής στην οποία δημιουργήθηκε και αναφέρεται. Αν, μάλιστα, είναι καλό, ξεπερνά την εποχή του και μας προβληματίζει έως σήμερα με τη ρεαλιστική περιγραφή όλων όσα συνέβησαν τότε. Έχουμε φτάσει να αμφισβητούμε μαζικά τις κοινωνικές δομές που μας κληρονομήθηκαν ακριβώς επειδή είχαμε ερεθίσματα πέρα από τον Διαφωτισμό και τον Ζαν-Ζακ Ρουσό για να αναπτύξουμε κριτική σκέψη. Αυτή είναι η εξελικτική πορεία της Ιστορίας.

Η αποκαθήλωση μνημείων ανθρώπων που η Ιστορία έχει ήδη καταδικάσει για τις πράξεις τους είναι απαραίτητη, έστω ως μία συμβολική συγγνώμη προς τους απογόνους αυτών που υπέφεραν και πλέον προσφέρουν την εργασία και τα λεφτά τους σε κράτη που στο παρελθόν τους αντιμετώπιζαν ως σκλάβους. Αλλά η αποκήρυξη έργων όπως το «Όσα παίρνει ο άνεμος ή το όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» (To Kill A Mockingbird) της Χάρπερ Λι επειδή δεν παίρνουν ξεκάθαρη αντιρατσιστική θέση λανθασμένα τα αποπλαισιώνει από τον χρόνο και τις συνθήκες δημιουργίας τους και οδηγεί σε περίεργα μονοπάτια. Διότι διαγράφοντας αυτά που δεν συνάδουν με τη σύγχρονη συγκυρία αλλοιώνεται η μνήμη για τις μελλοντικές γενιές.

Έχω ξαναπεί και αναμένω ότι, μετά την παγκόσμια κρίση που βιώνουμε, τα αιτήματα για ανατροπή των κακώς κειμένων της πρότερης κατάστασης θα γίνουν ακόμη πιο έντονα και ρηξικέλευθα ― σε τέτοιες περιόδους, άλλωστε, η ανάγκη για διάρρηξη με το παρελθόν γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ. Έτσι και στη χώρα μας, μέσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Νοέμβριο του 1944, ο Γιώργος Μακρής έγραψε και κυκλοφόρησε το μανιφέστο «Διακήρυξη Υπ. Αριθμόν 1», το οποίο καλούσε σε «ανατίναξη των αρχαίων μνημείων, προπαγάνδα ενάντια στις αρχαιότητες και σε κάθε αντικείμενο που δεν μας αρέσει». Για να αποδομηθεί, όμως, ό,τι δεν μας αρέσει, οφείλει να υπάρχει.

Εργαζόμενοι εν ώρα καθαρισμού του αγάλματος του Βέλγου βασιλιά Λεοπόλδου Β΄ στις Βρυξέλλες © AP Photo/Francisco Seco

Του Δημήτρη Αθηνάκη

Στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ένας γρανιτένιος ανδριάντας του Λένιν πλέει επί μίας φορτηγίδας στα χιλιοτραγουδισμένα κύματα του Δουνάβεως, προς άγνωστο προορισμό. Ένα μνημείο απομακρύνεται και χάνεται… Η Ιστορία έχει μιλήσει· ο Λένιν είναι ένας κόσμος που έχει καταρρεύσει, ένας παλιός κόσμος, που έφερε περισσότερα δεινά απ’ όσα υποσχόταν να επιλύσει. Έχει συμβεί και στην πραγματική ζωή, όχι πολλά χρόνια πριν, στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, το 2014, οπότε και οι πολίτες της πόλης γκρέμισαν ανδριάντα του Σοβιετικού ηγέτη με μανία.

Συμβαίνει και τώρα. Αγάλματα, ανδριάντες και μνημεία βανδαλίζονται, γκρεμίζονται και απορρίπτονται σε θάλασσες και ποταμούς ― θυμίζουν έναν κόσμο που σήμαινε αίμα, καταπίεση, αδικία, απανθρωπιά. Η νέα επίδειξη φονικής αστυνομικής βίας, στις 25 Μαΐου στη Μινεσότα, επί του 46χρονου George Floyd, τροφοδότησε τα επιθετικά ένστικτα των πολιτών που ξέσπασαν σε ό,τι φέρνει στον νου ένα παρελθόν που επαναλαμβάνεται με άλλη μορφή. Τότε, οι μαύροι ήταν σκλάβοι, αποκαλούνταν «νέγροι», «αράπηδες» και «έγχρωμοι», πλήρωναν με αίμα την «κατωτερότητά» τους στην πυραμίδα του ανθρώπινου είδους, που είχε στην κορυφή τους «άχρωμους» ― δηλαδή, τους λευκούς.

Στον ελληνικό και διεθνή Τύπο και ―αλίμονο!― στα εγχώρια και διεθνή μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχει ξεσπάσει ένα νέο κύμα διαφωνιών, που, ορισμένες φορές, φτάνει σε ακραία ζενίθ. Το ερώτημα είναι ένα: πρέπει ή δεν πρέπει να αποκαθηλώνονται τα μνημεία που ερείδονται σε… μαύρες ιστορικές περιόδους; Και τι περιλαμβάνουν, άραγε, αυτά τα μνημεία; Μόνο τα αγάλματα ή, για παράδειγμα, και τα κτίρια που χτίστηκαν σε τέτοιες περιόδους; Να αποκαθηλώνουμε τους ανδριάντες του Λένιν και του Στάλιν ή να γκρεμίζουμε και τα κτίρια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού; Μήπως, τότε, θα έπρεπε να αφανίσουμε και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης;

Πώς λειτουργεί, τελικά, η μνήμη όταν έχει αποκατασταθεί ο ανθρωπισμός;

Έχουν ακουστεί πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις από διάφορες πλευρές. Για παράδειγμα, τα αγάλματα των εμπόρων σκλάβων δεν πρέπει να απομακρύνονται διότι είναι ο καθρέφτης της εποχής μας, λειτουργούν ως υπενθύμιση του τι δεν πρέπει να επαναλάβουμε· εξάλλου, πρέπει να τα κατανοήσουμε στο χρονικό τους συγκείμενο. Από την άλλη, τι ανάμνηση προξενούν σε έναν σημερινό μαύρο; Γιατί να προκρίνουμε την κατανόηση του «τότε» επί του «τώρα»; Επίσης, η παραμονή των μνημείων μήπως λειτουργεί ως υπενθύμιση των ενοχών που (πρέπει να) νιώθει ο δυτικός κόσμος για όσα σπουδαία έχει ―(και) διά του αίματος― καταφέρει (αρκεί να σκεφτεί κανείς τη σύνδεση της αποικιοκρατίας με τη Βιομηχανική Επανάσταση και του Χριστόφορου Κολόμβου με τον Νέο Κόσμο) ή, τελικά, η διαγραφή της μνήμης θα λειτουργήσει εξομαλυντικά για τις διακρίσεις και επουλωτικά για τις πληγές όσων ακόμη και σήμερα υφίστανται καταπίεση;

Αν ισχύει το ρητό ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, τότε τέτοιες λύσεις υπάρχουν. Μία εξ αυτών είναι η δημιουργία μουσείων των αντίστοιχων περιόδων, όπως συμβαίνει με τα μουσεία του Ολοκαυτώματος ή της κομμουνιστικής περιόδου ― η Γερμανία, άλλωστε, είναι το απόλυτο παράδειγμα: δεν κρύβει τίποτα από το παρελθόν της, απλώς το αναπλαισιώνει. Υπάρχει, επίσης, στην περίπτωση της παραμονής τους, η λύση τού να συνοδεύονται τα μνημεία αυτά με πλακέτες που θα εξηγούν πλήρως «τι βλέπουμε εδώ». Όπως το ίδιο μπορεί να γίνει με τα βιβλία ή τις ταινίες ―με αφορμή, μάλιστα, τον «Μπαρμπα-Θωμά» ή το «Όσα παίρνει ο άνεμος» και την προσωρινή απόσυρσή του από το HBO, που θα επανέλθει με συζήτηση επί του θέματος―, τα οποία θα μπορούσαν να επανακυκλοφορήσουν με αντίστοιχο σχολιασμό ή με την έναρξη ειλικρινούς κουβέντας για το ιστορικό και γλωσσικό συγκείμενο κάθε έργου τέχνης. Αυτό λέγεται ώσμωση, γνώση και μόρφωση· λέγεται πολιτισμός.

Κατά την άποψή μου, όμως, αυτό μπορεί να γίνει συντεταγμένα και θεσμικά. Αντιλαμβάνομαι πλήρως τον θυμό και τα ένστικτα των πολιτών ―ιδίως εκείνων που υφίστανται καταπίεση και βία―, ωστόσο μου είναι αδύνατον να συνταχθώ με τις εικόνες του εξοργισμένου όχλου που καταστρέφει αγάλματα. Ο δήμαρχος του Λονδίνου, Sadiq Khan, προέβη σε μία ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία με τη σύσταση επιτροπής που θα εξετάσει όλα τα μνημεία και τις ονοματοδοσίες δρόμων της βρετανικής μητρόπολης που κουβαλούν φορτίο σκοτεινών εποχών.

Ίσως το ερώτημα πρέπει, τελικά, να τεθεί σε άλλη βάση: η αποκαθήλωση ή η γνώση πάει τον κόσμο μπροστά;

Ο Χριστόφορος Κολόμβος βανδαλισμένος στο Bayfront Park του Μαϊάμι © AP Photo/Lynne Sladky

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης