© Shutterstock

Οι 2 της Παρασκευής | Καλλιτεχνικά μαθήματα: κατάργηση ή ενθάρρυνση;

Της Όλινκας Μηλιαρέση-Βαρβιτσιώτη

Με δυσπιστία υποδέχθηκα αυτή την εβδομάδα την είδηση ότι καταργούνται μαθήματα όπως η Καλλιτεχνική Παιδεία, το Ελεύθερο Σχέδιο, η Μουσική, η Ιστορία της Τέχνης κ.ά. από το ωρολόγιο πρόγραμμα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στην πορεία διαψεύστηκε ότι κάτι τέτοιο ίσχυε, αλλά χθες το υπουργείο Παιδείας τελικά επιβεβαίωσε ότι όντως καταργήθηκαν από τις τάξεις του Λυκείου λόγω «χαμηλής συμμετοχής». Έκτοτε, είμαι βαθιά προβληματισμένη για την πορεία που παίρνει η εκπαίδευση στη χώρα μας και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που θα έχει για τον πολιτισμό και την κοινωνία γενικότερα.

Υποτίθεται ότι ο σκοπός μιας σφαιρικής εκπαίδευσης είναι να παρέχει στους μαθητές μία γκάμα ερεθισμάτων, έτσι ώστε να έχουν τη δυνατότητα να εξερευνήσουν το πλήρες εύρος των δυνατοτήτων τους και να γίνουν ενεργοί και σκεπτόμενοι πολίτες. Η λογική της χρησιμότητας με την οποία έχει αρχίσει να διαμορφώνεται η εγχώρια ―και όχι μόνο― εκπαιδευτική πολιτική προοιωνίζεται μια κοινωνία αποκλεισμού, όπου οτιδήποτε δεν έχει άμεση πρακτική εφαρμογή ή δεν άπτεται των θετικών επιστημών δεν έχει θέση σε αυτήν. Λες και όλοι άνθρωποι θα ’πρεπε να είναι ίδιοι ή να σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο.

Στα καθ’ ημάς δε, η παράλληλη επαναφορά των Λατινικών και της διαγωγής στα σχολεία υποδεικνύει μια τρικυμία εν κρανίω για την κατεύθυνση και τους στόχους που εντέλει έχει ο νέος αυτός προγραμματισμός. Τα Θρησκευτικά, δηλαδή, διδάσκονται επειδή τα παιδιά ενδιαφέρονται να γίνουν μοναχοί ή θεολόγοι; Ή μήπως όποιος παρακολουθεί Φυσική σκοπεύει να γίνει φυσικός;

Αντιθέτως, από την ώσμωση των πεδίων μπορούν να γεννηθούν θαύματα. Ο ίδιος ο Αϊνστάιν είχε πει ότι «η λογική θα σε πάει από το Α στο Β. Η φαντασία θα σε πάει παντού». Αντίστοιχα, όπως έχει καταδείξει ο Arthur Miller, υπάρχουν συσχετισμοί μεταξύ της Θεωρίας της Σχετικότητας και του Κυβισμού του Πάμπλο Πικάσο.

Πέρα από τις τεχνικές δεξιότητες και τη φαντασία που καλλιεργούν τα Καλλιτεχνικά, η Ιστορία της Τέχνης και η Κοινωνιολογία, μας αποκαλύπτουν τον πολιτισμό μιας εποχής και τον ψυχισμό της κοινωνίας της. Για παράδειγμα, κοιτώντας τα έργα του Henri de Toulouse-Lautrec μπαίνεις στον κόσμο μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης της Γαλλίας και αντιλαμβάνεσαι τον τρόπο ζωής της στα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς και τη θέση της γυναίκας σε αυτήν. Οι πίνακες του Otto Dix, από την άλλη, σε βοηθούν να κατανοήσεις το βαθύ τραύμα που άφησε στη γερμανική κοινωνία ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και έτσι διαμορφώνεις μια σφαιρική αντίληψη των πραγμάτων.

Η απαξίωση των καλλιτεχνικών δεν συνάδει με τη γενικότερη πολιτική που χαράσσεται στον πολιτισμό τον τελευταίο χρόνο. Την ίδια στιγμή που το υπουργείο Πολιτισμού κάνει φιλότιμες προσπάθειες να αφουγκραστεί τις ανάγκες του κλάδου δεχόμενο τους εκπροσώπους των σωματείων και των συλλογικοτήτων, ενώ, παράλληλα, μετά το άνοιγμα του ΕΜΣΤ, εργάζεται πυρετωδώς ώστε να ανοίξει ξανά η Εθνική Πινακοθήκη, αλλά και το Ακροπόλ Παλλάς, το υπουργείο Παιδείας στερεί από τις μελλοντικές γενιές τα εργαλεία και τα εφόδια που θα τις βοηθήσουν να εκτιμήσουν και να στηρίξουν τα ιδρύματα αυτά ως θαμώνες τους. Μοιάζει να μην υπάρχει συνεργασία μεταξύ των υπουργείων, ένα παραπάνω αν αναλογιστεί κανείς το πρόβλημα που θα δημιουργηθεί στο υπουργείο Εργασίας από το πλήθος εικαστικών που απασχολούνται στην εκπαίδευση και θα μείνουν ξαφνικά άνεργοι.

Πέραν όλων, όμως, το ζήτημα της παραμονής ή μη των καλλιτεχνικών και κοινωνικών μαθημάτων στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα καταδεικνύει την αξία που δίνει ή θέλουν να δώσουν η ελληνική κοινωνία και η ηγεσία της στον πολιτισμό. Αυτός είναι που καλλιεργεί πολίτες με σεβασμό και κατανόηση προς τον άλλον, αλλά και προς τους θεσμούς. Επομένως, ίσως αυτό που θα έπρεπε να επανεξεταστεί είναι η μεθοδολογία με την οποία διδάσκονται τα μαθήματα αυτά και όχι η ύπαρξή τους και η χρησιμότητά τους, τις οποίες θεωρώ αυτονόητες.

@ Shutterstock

Του Δημήτρη Αθηνάκη

Πρέπει να καταργηθεί η διδασκαλία των καλλιτεχνικών μαθημάτων από το Λύκειο; Η απάντηση είναι εύκολη: όχι. Θα λείψουν σε κανέναν αυτά τα μαθήματα εάν καταργηθούν; Σε περίπτωση που δεχθούμε τον ισχυρισμό του υπουργείου Παιδείας ότι, κατά το σχολικό έτος 2019-2020, μόνο το 9% των μαθητών της Α΄ Λυκείου επέλεξε το μάθημα των καλλιτεχνικών, δεν μοιάζει να αφορά η διδασκαλία τους ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό. Εδώ, ασφαλώς, η απάντηση δεν είναι ολικής αγνοίας, δεν απαντάται με «ναι» ή «όχι». Κι αυτό, διότι υπάρχει ένας φαύλος κύκλος: δεν υπάρχουν καθηγητές να τα διδάξουν και γι’ αυτό δεν ενδιαφέρονται οι μαθητές ή δεν ενδιαφέρονται οι μαθητές και γι’ αυτό δεν υπάρχουν καθηγητές να τα διδάξουν; Μήπως δεν ενθαρρύνεται η επιλογή αυτών των μαθημάτων από τα ίδια τα σχολεία, επειδή… άντε τώρα να βρίσκουμε εκπαιδευτικούς να καλύψουν τις ώρες;

Ας ξεκαθαρίσω εξ αρχής ότι μου είναι αδύνατον να εξετάσω το ζήτημα από συνδικαλιστικής σκοπιάς· μου είναι αδύνατον να δεχθώ ως επιχείρημα «και τι θα κάνουν τόσοι άνεργοι καλλιτέχνες;». Το σχολείο δεν είναι (μόνον) εργοδότης και τα μαθήματα δεν διδάσκονται για να μειωθεί η ανεργία. Παρά ταύτα, η όλη συζήτηση ―περί της αναγκαιότητας της διδασκαλίας των καλλιτεχνικών στο Λύκειο―  μπορεί, πράγματι, να αποδειχθεί ατέρμων. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο ―και επειδή όλες οι πλευρές μπορεί να έχουν στ’ αλήθεια δίκιο στις αιτιάσεις τους― θα έπρεπε, ίσως, να αναρωτηθούμε όχι γιατί καταργούνται τα καλλιτεχνικά μαθήματα ―ιδίως όσα αποτελούν πανελλαδικώς εξεταζόμενα ειδικά μαθήματα (όπως το σχέδιο και η μουσική)―, αλλά γιατί δεν ενθαρρύνονται ανεξάρτητα από τη… χρησιμότητά τους για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Κι όταν μιλάμε για ενθάρρυνση, προφανώς εννοούμε από το ίδιο το υπουργείο Παιδείας και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής που καταρτίζει τα προγράμματα σπουδών, αλλά και ―γιατί όχι;― από τους διευθυντές των σχολικών μονάδων, ώστε οι μαθητές να κατευθυνθούν προς αυτές τις επιλογές των μαθημάτων, προκειμένου τα τελευταία να μην καταστούν… αχρείαστα και κοστοβόρα. Σε ποιον βαθμό, άραγε, ευθύνονται και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί για το πώς παρέχονται αυτά τα μαθήματα και πόσο ελκυστικά γίνονται; Σε ποιον εκπαιδευτικό πατριωτισμό επαφίενται, άραγε, οι γνώσεις και ο ενθουσιασμός των νέων; Με ποια κριτήρια, τελικά, ενθαρρύνονται ή αποφασίζουν οι μαθητές να επιλέγουν μαθήματα; Τι καθορίζει, τι κρίνει τις επιθυμίες τους; Είναι η αγορά εργασίας, η ευκολία, το περιεχόμενο του μαθήματος; Είναι, άραγε, ένας παντελώς αντιποιητικός, αντικαλλιτεχνικός κόσμος, όπου δεν χωρούν αυτά;

Αυτό, μάλιστα, μοιάζει να είναι ένα ευρύ πρόβλημα της καθ’ ημάς εκπαίδευσης. Αντί, δηλαδή, να προβαίνει το υπουργείο Παιδείας στην εφαρμογή τού «ό,τι δεν λύνεται κόβεται», θα όφειλε, κατά τη δική μου άποψη, να προωθεί, με όποιον τρόπο κρίνει αναγκαίο και εφαρμόσιμο, τέτοια μαθήματα. Διότι αυτές οι γνώσεις δεν σημαίνουν ότι όλοι θα γίνουμε Τέτσηδες, Τσαρούχηδες ή Ζογγολόπουλοι, Σκαλκώτες, Χατζιδάκιδες ή Θεοδωράκηδες· σημαίνει ότι θα μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε τις ερμηνείες του κόσμου, την ομορφιά (ανεξάρτητα από το εάν θα σώσει τον κόσμο), τα μουσεία, τις γκαλερί, τις πόλεις μας τις ίδιες και τον δημόσιο χώρο τους. Να μπορούμε να ξεχωρίζουμε τον μοντερνισμό από τον μεταμοντερνισμό, στην τελική. Κι αυτά είναι μόνο τα εφόδια για την κοινωνική μας ζωή.

Εάν πάμε στο ατομικό, τότε τέχνη είναι ο τρόπος να αντιλαμβανόμαστε την εξέλιξη του κόσμου και τη θέση μας μέσα σε αυτόν, διότι τέχνη είναι η απεικόνιση αυτού που ζούμε με έναν τρόπο που δεν μπαίνει σε λέξεις ―παρότι με αυτές περιγράφεται και φιλτράρεται στον ανθρώπινο εγκέφαλο―, είναι η παρουσίαση και η αναπαράσταση της πραγματικότητας με τα ίδια της τα υλικά. Είναι ένας ακόμη τρόπος να παίρνουμε θέση απέναντι στον εαυτό μας και τη ζωή ― είναι η ίδια μας η ζωή.

ΥΓ. Συνειδητοποιώ γράφοντας όλα τα παραπάνω ότι ανασυστήνω απόψεις και ιδέες που είναι κοινό κτήμα, που δεν προσφέρουν τίποτα καινούργιο. Αυτό, όμως, με προβληματίζει ακόμη περισσότερο: εάν εμείς οι δημοσιογράφοι ανακυκλώνουμε κοινοτοπίες για την αναγκαιότητα των καλλιτεχνικών μαθημάτων, πώς γίνεται ολόκληρο υπουργείο να μην αντιλαμβάνεται αυτή την αναγκαιότητα, έστω και ως κοινοτοπία;

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης