Τα καλοκαιρινά χρώματα του Ζαππείου © AP Photo/Lefteris Pitarakis

Οι 2 της Παρασκευής: Λίγο μετά την πανδημία, λίγο πριν το καλοκαίρι

Της Όλινκας Μηλιαρέση-Βαρβιτσιώτη

Όταν προσπαθώ να σκεφτώ συνοπτικά το πρώτο εξάμηνο του 2020, δεν ξέρω σε ποια κρίση να πρωτοσταθώ και τι να πρωτοσχολιάσω. Την καραντίνα και τις αλλαγές που επέφερε ψυχικά και οικονομικά; Τη ριζική αλλαγή στον τρόπο αντίληψης της εργασίας; Ή τον κοινωνικό αναβρασμό εντός και εκτός;

Υπάρχει διάχυτη μια αίσθηση επιστροφής στην κανονικότητα, αλλά στην πραγματικότητα τίποτα δεν μοιάζει να είναι όπως ήταν. Η βίαιη παύση τελικά λειτούργησε ως επιταχυντής διεργασιών για τη λύση χρόνιων προβλημάτων που ταλανίζουν τις κοινωνίες μας, τόσο σε εργασιακό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για τον πολιτισμό, ο οποίος μπήκε απότομα σε μια φάση εκσυγχρονισμού, με ψηφιακές πρωτοβουλίες που, ως επί το πλείστον, μοιάζουν με σκιές των φυσικών εμπειριών.

Περισσότερο απ’ όλα, αυτό που κρατώ είναι μια συγκεχυμένη εικόνα ως προς τους στόχους της εγχώριας εκπαιδευτικής πολιτικής. Ναι, τα έχουμε ξαναπεί αυτά, αλλά είναι κάτι που δεν έχει σταματήσει να με απασχολεί. Ούτε θα έπρεπε να σταματήσει να μας απασχολεί αν αναλογιστούμε όλες τις προεκτάσεις και επιπτώσεις που θα έχει αυτή η στρατηγική στο μέλλον.

Μοιάζει με παραφωνία στην ορχήστρα: από τη μία, το ένα υπουργείο καταφέρνει να ανοίξει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ξεκινώντας επιτέλους να αντιμετωπίζει σοβαρά τη σύγχρονη τέχνη. Από την άλλη, ένα άλλο υπουργείο πάει την εκπαίδευση χρόνια πίσω καταργώντας τα Καλλιτεχνικά, τη Μουσική και βάζοντας στην άκρη την Κοινωνιολογία: τα κατεξοχήν, δηλαδή, μαθήματα που βοηθούν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων που, μαζί με μια κριτική σκέψη, είναι αυτά που μας διαφοροποιούν ως ανθρώπινα όντα. Αν αυτό δεν είναι κοντόφθαλμη οπτική την εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας και της άνθισης των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης, τότε τι είναι;

Εκτός αυτών, είναι και ζήτημα του ποιοι θέλουμε να είμαστε και αντίστοιχα να προωθούμαστε τουριστικά. Παραμένουμε η χώρα του «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου» με λίγα αρχαία στο φόντο ή μήπως είναι καιρός να δούμε τους εαυτούς μας ως πολίτες μίας σύγχρονης ευρωπαϊκής μητρόπολης, με ίσες ευκαιρίες για όλους ανεξαρτήτως φύλου, φυλής και σεξουαλικού προσανατολισμού; Εάν θέλουμε να πετύχουμε το δεύτερο, χρειάζονται οι ανθρωπιστικές επιστήμες, διότι αυτές είναι που καλλιεργούν ανοιχτά μυαλά, με ανοχή και αντοχή στις κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται και θα συνεχίσουν να συντελούνται στο μέλλον (μεταναστευτικό, οικονομικές επιπτώσεις του κορονοϊού κ.ά.).

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν κολλάνε τα κομμάτια του παζλ. Πρόσφατο καλό παράδειγμα των παραπάνω ο Μεγάλος Περίπατος: εκεί που οι καλές προθέσεις σκοντάφτουν στη χρόνια έλλειψη αγάπης για το αστικό περιβάλλον και παιδείας γύρω από τις «πράσινες» μετακινήσεις. Για να γίνουν ουσιαστικές τομές στον τρόπο ζωής μας, πρέπει πρώτα να έχει καλλιεργηθεί μια νοοτροπία σεβασμού προς τον συνάνθρωπο και το περιβάλλον.

Το 2021 γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του ελληνισμού. Ευκαιρία είναι να αναλογιστούν οι ιθύνουσες αρχές πώς θέτουν τις βάσεις ώστε οι μελλοντικές γενιές να εκτιμήσουν πραγματικά την πολιτιστική κληρονομιά τους: ακολουθώντας μια αυστηρή τεχνοκρατική γραμμή, η πορεία της οποίας είναι προδιαγεγραμμένη, ή ενθαρρύνοντας την πρωτοβουλία για νέους δρόμους που εμείς ούτε θα μπορούσαμε να φανταστούμε;

© Shutterstock

Του Δημήτρη Αθηνάκη

Λίγο προτού η στήλη αυτή πάει τις καλοκαιρινές της διακοπές ―οι οποίες θα διακόπτονται όταν η θερινή επικαιρότητα ξυπνάει από τη γνώριμη ραθυμία της―, σκεφτήκαμε να κάνουμε έναν μικρό απολογισμό για όσα κρατήσαμε στα νοερά ή πραγματικά μας σημειωματάρια αυτό το πρώτο εξάμηνο του 2020.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το συγκλονιστικότερο γεγονός ήταν η πανδημία και η καραντίνα, το lockdownεπί το… ελληνικότερον, που επέφερε, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε αναταράξεις, αλλαγές και καινοφανείς πρωτοβουλίες στον χώρο της τέχνης, με σημαντικότερα φαινόμενα, κατά τη γνώμη μου, την εν πολλοίς μετάβαση της παρουσίας του ευρύτερου πολιτισμού στον ψηφιακό χώρο, την ανάδειξη των παθογενειών και των εύθραυστων ―κυρίως οικονομικής φύσης― ισορροπιών του καλλιτεχνικού οικοσυστήματος, την ενότητα και την αλληλεγγύη του καλλιτεχνικού κόσμου (θεσμικά, συλλογικά και ατομικά) αλλά και την απεύθυνση των πολιτών στο κράτος για στήριξη ― είτε από εμπιστοσύνη είτε από αδιέξοδο.

Και κάτι ακόμη: στη χώρα μας, μάθαμε λίγο περισσότερο να ακούμε την επιστήμη κι όχι τους «καφενόβιους» και τους «ξερόλες»· μάθαμε ότι χρειάζεται νους, υπομονή και επιμονή για να επιβιώσουμε είτε της καραντίνας είτε, εν γένει, της ίδιας της ζωής.

Από την άλλη, η δολοφονία του George Floyd πυροδότησε, εκτός από τους βανδαλισμούς και τις αποκαθηλώσεις αγαλμάτων στον δημόσιο χώρο, στις ΗΠΑ και αλλού, μια μεγάλη συζήτηση για τον έτι υπάρχοντα ρατσισμό σε όλα τα επίπεδα των σύγχρονων κοινωνιών, για τα σύμβολα της Ιστορίας, την Ιστορία την ίδια, αλλά και τον δημόσιο χώρο.

Ήταν ένα εξάμηνο έντονο ―παρά την ακινησία και τον εγκλεισμό―, κατά το οποίο ήρθαμε αντιμέτωποι με την πραγματική πραγματικότητα. Απ’ όλα αυτά που έχουμε κατά καιρούς συζητήσει, έκρινα ότι κάτι πέρα απ’ όλα αυτά είναι εντέλει αυτό που ξεχωρίζει, κι αυτό που θα ήθελα, έστω κι από ετούτη εδώ τη στήλη, να κρατήσω, κι ας μην είναι αμιγώς καλλιτεχνικό ― μιλώ για την εκλογή της εξοχοτάτης Κατερίνας Σακελλαροπούλου στη θέση της Προέδρου της Δημοκρατίας.

Μέσα στον καταιγισμό των αλλαγών και των πρωτοφανών γεγονότων, τη στιγμή που ξεκινούσαμε να μετράμε κρούσματα, διασωληνωμένους και νεκρούς, όταν περνούσαμε, δίχως καλά καλά να το πάρουμε χαμπάρι, σε αντισηπτικούς καιρούς που θα μας έφερναν αντιμέτωπους με εαυτούς και αλλήλους, στις 13 Μαρτίου ορκίστηκε η κ. Σακελλαροπούλου στο ύπατο αξίωμα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Και δεν είναι μόνον ότι είναι η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος ― είναι ότι είναι αυτή η γυναίκα.

Ίσως δεν έχει νόημα να επαναλάβω για τη συγκροτημένη, σύγχρονη, ανοιχτόμυαλη, σίγουρη και «συμπεριληπτική» ―τι όρος κι αυτός!― προσωπικότητα της νέας Προέδρου. Έχουν γραφτεί και ξαναγραφτεί όλα αυτά που ξεδιπλώνουν το δημόσιο «όλον» της κ. Σακελλαροπούλου. Θεωρώ, όμως, ότι η παρουσία της επιτονίζει το πόσο ανάγκη είχαμε σε αυτήν τη χώρα από ένα πρόσωπο σε αυτήν τη θέση που θα πάψει να είναι «διακοσμητικό» και θα αποτελέσει ―επιτέλους― σύμβολο.

Διότι η Πρόεδρος ―αυτή η Πρόεδρος― είναι σύμβολο. Πέραν του θεσμικού της βάρους και των υποχρεώσεων που αυτό φέρει, η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου είναι ένα πρόσωπο που μπορεί να συμβολίσει τη μετάβαση αυτής της χώρας στη χορεία των κρατών της Δύσης που διατηρούν υψηλά τους ανθρωπιστικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς δείκτες. Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι σύμβολο μιας νέας, υψηλού επιπέδου, σύγχρονης, μορφωμένης, μετριοπαθούς ―καίτοι παθιασμένης με τον άνθρωπο― και ανοικτής σε νέες ιδέες (συνήθως για τα ελληνικά ώς τώρα δεδομένα) πολιτικής· κυρίως, είναι σύμβολο αυτής της νέας συνθήκης που θέλουμε να έχει η ίδια η δημοκρατία μας, η καθημερινότητάς μας: του μη αποκλεισμού οποιουδήποτε απ’ οτιδήποτε λόγω φύλου, καταγωγής, σεξουαλικού προσανατολισμού.

Η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου είναι σύμβολο ενός κράτους που θέλει ―και κάνει ό,τι μπορεί― να περάσει στην επόμενη φάση του: την πλήρη εκδυτικοποίησή του, όπου οι ελευθερίες και τα δικαιώματα όλων είναι αδιαμφισβήτητα, όπου αυτό που είσαι, ο τρόπος που αυτοπροσδιορίζεσαι και υπάρχεις «δεν είναι θέμα», όπου η ελληνική ταυτότητα δεν συγκρούεται με την παγκόσμια, όπου η φιλοξενία είναι δεδομένη, όπου όλοι/όλες/όλα έχουν ευκαιρίες ― και, κυρίως, τις αποζητούν.

Όπως έγραψε, σκιαγραφώντας το προφίλ της, ο Παύλος Παπαδόπουλος στην «Καθημερινή», η κ. Σακελλαροπούλου είναι «ο συνδυασμός της παράδοσης με τη νεωτερικότητα». Η χώρα, όπως θα έπρεπε να είναι.

Η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου © Orestis Panagiotou/Pool via AP

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης