Παρίσι, Γαλλία, Απρίλιος 2020. Δύο άνδρες κάτω από το έργο του Xavier Veilhan, που απεικονίζει τους αρχιτέκτονες Renzo Piano (αριστερά) και Richard Rogers, οι οποίοι σχεδίασαν το μουσείο Georges Pompidou του Beaubourg © AP Photo/Francois Mori

Οι 2 της Παρασκευής | Δημόσια τέχνη: πιο αναγκαία και επίκαιρη από ποτέ (αλλά σε ποιον δημόσιο χώρο;)

Της Όλινκας Μηλιαρέση-Βαρβιτσιώτη

Πώς είναι να ζεις χωρίς την εμβυθιστική εμπειρία της τέχνης; «Καταναλώνοντας» αυτό το διάστημα τέχνη μέσα από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και το τάμπλετ, καθώς λαχταρώ αυτήν τη συνάντηση με τη δυναμική, την υφή, τις φόρμες και το νόημα των έργων, αναρωτιέμαι τελικά μήπως όλα εξομοιώνονται σε μια οθόνη, μήπως γίνoνται απλά προϊόντα ή κοινότοπες εικόνες.

Άραγε, οι πλέον απτές επιπτώσεις της πανδημίας του Covid-19 στο οικοσύστημα της τέχνης, δηλαδή τα κλειδωμένα μουσεία και οι έρημοι χώροι πολιτισμού, αναδεικνύουν τώρα περισσότερο από ποτέ την ανάγκη για την ύπαρξη δημόσιας τέχνης, έργων που θα μας συντροφεύουν στις καθημερινές διαδρομές μας στην πόλη;

Πιστεύω στην τέχνη στον δημόσιο χώρο, τη βλέπω ως ένα «όχημα», μια πλατφόρμα διαλόγου για την κοινωνία μας και συνάμα για την προσωπική διαδρομή του καθενός μας. Προσβάσιμη σε όλους, είναι αναμφισβήτητα η πιο δημοκρατική μορφή τέχνης. Κάποιες φορές και η πιο διασκεδαστική. Αρκεί να έχεις περάσει μία φορά από το Άλσος Στρατού στο Γουδί για να καταλάβεις τη χαρά των παιδιών στη θέα των έργων της Εθνικής Γλυπτοθήκης που απλώνονται στις πρασιές.

Η δημόσια τέχνη έχει εξέχουσα θέση στην ιστορία και τον πολιτισμό της χώρας μας, της κάθε χώρας. Αντικατοπτρίζει και αποκαλύπτει την κοινωνία μας, νοηματοδοτεί τον κοινόχρηστο χώρο. Είναι γεγονός ότι οι τέχνες βελτιώνουν την εικόνα και την ταυτότητα του κοινού μας βίου και χώρου. Είναι, επίσης, γεγονός ότι η δημόσια τέχνη επηρεάζει άμεσα το πώς βλέπουμε και συνδεόμαστε με έναν τόπο. Κάθε φορά που ο δρόμος με φέρνει από την Ομόνοια, έρχεται αβίαστα στον νου μου ο εμβληματικός «Δρομέας» του Κώστα Βαρώτσου: πώς έπιανε το σφυγμό της πλατείας-τοπόσημου στην καρδιά της πόλης καθώς οι άνθρωποι κατευθύνονταν βιαστικοί στις δουλειές τους· σαν να ήταν κι εκείνος ο γυάλινος γίγαντας ένας από εμάς τους βιαστικούς περαστικούς.

Η δημόσια τέχνη μάς μιλά για το ποια είναι μία πόλη, σκιαγραφεί το πορτρέτο της ή έστω αυτό που θα ήθελε να προβάλει (στον κάτοικο και στον επισκέπτη της). Πολλή συζήτηση έχει γίνει κατά καιρούς για το θέμα, συνήθως όμως με αρνητική αφορμή, κάποιο έργο που δεν άρεσε, κάποιο άλλο που βανδαλίστηκε. Η Αθήνα σίγουρα δεν έχει ανάγκη από άλλους ανδριάντες και προτομές.

Χρειάζεται, όμως, ένα οργανωμένο πρόγραμμα που θα φέρει στον δημόσιο χώρο τη σύγχρονη δημιουργία, θα ανοίξει στο ευρύ κοινό, ουσιαστικά σε όλους, ένα παράθυρο στη σκέψη και στο έργο σημαντικών Ελλήνων καλλιτεχνών και θα δώσει την ευκαιρία στους καλλιτέχνες να πειραματιστούν, να προτείνουν, να «αγκαλιάσουν» μια γωνιά της πόλης τους. Θα ήταν άλλωστε και ένας τρόπος αναγνώρισης και μια οικονομική ανάσα, κίνηση στήριξης για την εποχή που ζούμε.

Μοντεβιδέο, Ουρουγουάη, Απρίλιος 2020. Η τοιχογραφία ενός κλειστού σινεμά, με τους, εξ αριστερών, Federico Fellini, Alfred Hitchcock, Luis Buñuel και Lucrecia Martel, επιβλέπει τις απολυμαντικές εργασίες των δημοτικών υπαλλήλων © AP Photo/Matilde Campodonico

Του Δημήτρη Αθηνάκη

Δεν είναι μόνον ότι η σχέση μας με τη δημόσια τέχνη είναι κάπως παράξενη σε αυτήν τη χώρα· δεν είναι ούτε καν η παράδοξη αντιμετώπισή της ― παράδοξη, διότι μουντζουρώνουμε ή αποκεφαλίζουμε αγάλματα, αλλά σπάνια «ενοχλούμε» έργα όπως, για παράδειγμα, ο «Δρομέας». Το ερώτημα που θα τεθεί ―και μάλλον ήδη τίθεται― είναι τι μορφή θα πάρει ο δημόσιος χώρος την εποχή του social distancing και των, καταπώς φαίνεται, επαναλαμβανόμενων εγκλεισμών· θα μπορούμε να πλησιάζουμε ο ένας τον άλλον ή το μεσογειακό μας ταπεραμέντο θα καταπιεστεί για να επιβιώσει;

Βέβαια, θα πει κανείς ότι σε μία χώρα με περιορισμένη σχέση με την υψηλή αρχιτεκτονική και με ευρεία αγάπη στο εργολαβικό και πολεοδομικό whatever, μία χώρα με μπαλκόνια και αυλές, όπου ταυτίζουμε την αισθητική τού «έξω» με τα καθ’ ημάς, και μία χώρα όπου η συλλογικότητα εξαντλείται στα «μεγάλα εθνικά γεγονότα», η έννοια του δημόσιου χώρου είναι εξ υπαρχής προβληματική ― πολλώ δε μάλλον τώρα, μία εποχή κατά την οποία θα μένουμε όλο και περισσότερο στο σπίτι.

Από την άλλη, ούτε ιδιαίτερη σχέση με την τέχνη, στην ευρεία της έννοια, έχουμε ως έθνος. Παράγουμε περισσότερη ―και πιο σπουδαία― τέχνη απ’ όση καταναλώνουμε. Θυμάμαι πάντα ένα ποίημα του Θωμά Γκόρπα για την έννοια της συγγραφής και της ανάγνωσης, που θα μπορούσε να ταιριάξει εδώ: «Οι μισοί Έλληνες γράφουν ποιήματα και οι άλλοι μισοί δεν διαβάζουν τίποτα».

Αυτό, θα ρωτούσε κάποιος, και εύλογα, σημαίνει ότι πρέπει να μείνουμε άπραγοι και να μοιρολογούμε το κακό το ριζικό μας και τον θεό που μας μισεί, όπως λέει ο Βάρναλης; Τουναντίον ― η παιδευτική και λυτρωτική διάσταση της τέχνης δεν παύει να υπάρχει και οφείλει, σε κάθε ευκαιρία, να παρεμβαίνει (δεν μπορεί, όμως, να επιβληθεί «άνωθεν» με ύφος υπεράνω και «εσείς δεν ξέρετε, εγώ θα σας μάθω»). Παραμένουν, όμως, σε εκκρεμότητα η έννοια και η ουσία, η πραγματικότητα δηλαδή, του δημόσιου χώρου. Και από εκεί, νομίζω, πρέπει να ξεκινήσουμε.

Ας θυμηθούμε ένα παράδειγμα: ο πρόσφατος χριστουγεννιάτικος στολισμός της Βασ. Σοφίας, στο κέντρο της Αθήνας, δεν προκάλεσε, εικάζω, ούλτρα σαρκαστικά σχόλια μόνο σχετικά με την αξιολόγησή του ως έργου τέχνης, όπως, εξάλλου, παρουσιάστηκε (δικαίως, διότι ο Γιώργος Τέλλος είναι σπουδαίος φωτιστής)· ούτε μόνο σχετικά με την επικοινωνιακή διαχείριση που έγινε από τον φορέα που υλοποίησε τη δωρεά προς τον δήμο Αθηναίων και την παρέμβαση στον αθηναϊκό ιστό. Είχε να κάνει και με τη σχέση μας με τον δημόσιο χώρο, την κατάταξή του χαμηλά στη λίστα με τα εθνικά μας «ζόρια» ― «έλα, μωρέ, εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτοί γέμισαν την πόλη με φώτα».

Προτού καταλήξουμε στο «πώς» και στο «τι» της δημόσιας τέχνης, της τέχνης στον δημόσιο χώρο, νομίζω ότι θα πρέπει να δούμε εκ νέου τον τελευταίο· να δούμε από μιας αρχής τι σημαίνει, τελικά, η συνύπαρξη στον ίδιο χώρο, στις πόλεις μας, στα αστικά σώματα και τους πολεοδομικούς ιστούς μας· να καταφέρουμε να διαχωρίσουμε το «δημόσιο» από το «κρατικό» ―αποκαθιστώντας παράλληλα την τιμή του πρώτου― και, εντέλει, να προσπαθήσουμε να δούμε τον δημόσιο χώρο ως μία μεγάλη σκηνή, όπου εμείς, οι περφόρμερ-πολίτες, παίζουμε έναν ρόλο που εξαρτά και εξαρτάται από άλλους ρόλους· ρόλους που πρέπει να κατανοήσουμε και να συναισθανθούμε.

Αν αυτό συμβεί, αν, δηλαδή, επανακαθορίσουμε και επανεκτιμήσουμε τον δημόσιο χώρο και την ουσία του, η τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της, θα είναι πλέον μία απλή, «κανονική» καθημερινότητα ― η οποία, ασφαλώς, θα μας ταρακουνάει, θα μας αφυπνίζει και θα μας ξεβολεύει όταν «βλέπει» ότι το «δεν βαριέσαι» καθίσταται ολοένα και πιο επικίνδυνο…

Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ, 2020. Μασκοφορεμένοι επισκέπτες στο ―επίσης μασκοφορεμένο― άγαλμα του Rocky, στο Philadelphia Art Museum © AP Photo/Matt Rourke

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης