199 χρόνια από την ελληνική επανάσταση, ο Κωστής Βελώνης μάς παροτρύνει μέσα από την ομώνυμη νέα του εγκατάσταση στο παλαιό σφαγείο της Ύδρας να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με το εμβληματικό ιστορικό γεγονός. 

Ο στοχασμός του ξετυλίγεται σε τρεις σταθμούς. Την είσοδο στον εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ ορίζει το πέρασμα μέσα από μια συστάδα με κυπαρίσσια, μια αναφορά στον πίνακα του Arnold Böcklin, Die Toteninsel (1880), αλλά και στον μύθο του Κυπάρισσου, που όμως μας εξηγεί ο καλλιτέχνης αποτέλεσαν τα ερμηνευτικά εργαλεία για να προσεγγίσει το θέμα αλλά και τον ίδιο το χώρο. «Το πένθος του Κυπάρισσου –ο οποίος σύμφωνα με τη μυθολογία μετατράπηκε στο αειθαλές δέντρο επειδή τον λυπήθηκε ο Απόλλωνας για τον χαμό του αγαπημένου του ελαφιού– εδώ ταυτίζεται με την απώλεια των εκατοντάδων ζώων στα σφαγεία, καθώς και με τη θυσία των μαχητών της Ελληνικής Επανάστασης». 

Στην αίθουσα δεσπόζει μια εγκατάσταση από όγκους πεντελικού μαρμάρου, μια σύνθεση που ορίζει μια εκ πρώτης όψεως στιβαρή αλλά συγχρόνως και ασταθή ισορροπία, που σχηματοποιεί τις σκέψεις του Βελώνη πάνω στις έννοιες της δόμησης και της αναδόμησης, της εμψύχωσης και της απολίθωσης. «Οι πέτρες μπορούν να με μάθουν περισσότερα για την εθνική μας υπόσταση απ’ ότι το πολύβουο πλήθος της πόλης», δηλώνει εμφατικά και συνεχίζει: «Η σιωπή αυτού του υλικού μπορεί να μας οδηγήσει σε μια επανερμηνεία, μια επαναδιαπραγμάτευση με τον εαυτό μας. Ποιοι είμαστε, πώς χειριζόμαστε τον θάνατο, τι είναι αυτό που φοβόμαστε;». 

Ιδωμένη ως μια «χειρονομία» για την επέτειο των 200 ετών του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, η πρώτη ανάθεση του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ σε Έλληνα καλλιτέχνη για το project space στην Ύδρα είχε μια επιπλέον πρωτόγνωρη παράμετρο. Ο καλλιτέχνης κλήθηκε να πραγματευθεί συγκεκριμένο θέμα εντάσσοντας στην παρέμβασή του και ορισμένο υλικό: οκτώ νεκρικά προσωπεία Φιλικών από τη συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου της Αθήνας. Τοποθετημένα σε μετωπική αντιπαράθεση, σε μια στενή εσοχή της αίθουσας, οι νεκρικές μάσκες του Κολοκοτρώνη, του Μακρυγιάννη, του Λαγουμιτζή, του Μπούκουρα (του πλούσιου εμπόρου που έστειλε την κόρη του να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Ιταλία, ντύνοντάς την άντρα για να γίνει αποδεκτή), του Κώστα Μπότσαρη, του Γερμανού φιλέλληνα Eduard von Rheineck, του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, απηχούν τις ανθρώπινες αντιφάσεις και τη ρευστότητα των σχέσεων μεταξύ των αγωνιστών του ’21.

Στις επιδιώξεις του Βελώνη μέσα από την έκθεση είναι να διερευνήσει τη σύγχρονη σημασία της καλλιτεχνικής αναπαράστασης και της εννοιολόγησης, τα ερωτήματα και την συναισθηματική αναστάτωση που προκαλεί ένα τέτοιο ιστορικό γεγονός και στα μάτια του θεατή να επανατοποθετήσει τον ρόλο της τέχνης και του καλλιτέχνη στις κοινωνικές και πολιτιστικές διαδικασίες καθώς και στον διάλογο της ιστορικής έρευνας.

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης