Ο Andy Warhol, 1983 σε φωτογραφία του Αlberto Schommer (detail) © Alberto Schommer

Αndy Warhol: H προσωποποίηση του Αμερικάνικου Ονείρου 

Κανένας σύγχρονος καλλιτέχνης δεν έχει γνωρίσει την αποδοχή και τη δημοσιότητα όσο ο Andy Warhol. Μπορεί να θεωρούμε ότι γνωρίζουμε τη δουλειά του, οι μελετητές όμως φωτίζουν νέες πτυχές του έργου του και συνεχώς το προσεγγίζουν σε νέο, πιο επίκαιρο πλαίσιο.

 

Διασημότητες και καταστροφές

Τη διφορούμενη φύση της εικόνας, ειδικά όταν πρόκειται για μια εικόνα γνωστή που έχει ευρέως αναπαραχθεί, ανιχνεύει ο Warhol στο έργο του. Την αμφισημία της εντείνει η τεχνική της μεταξοτυπίας που χρησιμοποιούσε ο δημιουργός για να αναπαραστήσει πορτρέτα διασημοτήτων. Τα έργα αυτά θέτουν μια σειρά από ερωτήματα για την ιστορία, τη λειτουργία και τη σημασία της προσωπογραφίας. Βλέποντας το περίφημο πορτρέτο του της Marilyn Monroe, συνειδητοποιούμε ότι δεν γνωρίζουμε πολλά για αυτή. Ουσιαστικά ξέρουμε μόνο την ιστορία που μας έχει διοχετεύσει το Χόλιγουντ και τα media σχετικά με τη ζωή και το έργο της. Η Marilyn του Warhol είναι μια ψεύτικη εικόνα, που αναπαριστά τη μάσκα που καλείται να φορέσει μια διασημότητα ώστε να ανταποκριθεί στην παράλογη λατρεία του κοινού. Είναι μια παραμορφωμένη εικόνα, όπως η ζωή και οι δηλώσεις της από τα ΜΜΕ. Η Marilyn του Warhol είναι νεκρή. Ο καλλιτέχνης τη θαύμαζε απεριόριστα, όμως δεν είχε την ευκαιρία να τη γνωρίσει όσο ζούσε. Ξεκίνησε να κάνει τα πορτρέτα της όταν έμαθε για το θάνατό της από την τηλεόραση. Η Marilyn του Warhol θα ζει για πάντα και αποτελεί αντικείμενο λατρείας.

Η επανάληψη της εικόνας της, όπως και αυτής των κουτιών της σούπας Campbell και της Coca-Cola και όλων των θεμάτων του, υπογραμμίζει την εσαεί παρουσία τους στην κουλτούρα μας, την παντοδυναμία τους στο κόσμο των εικόνων αλλά και τη δημοκρατική διάστασή τους (με την έννοια ότι δεν ανήκουν σε κανέναν, ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο). Αυτή η οριζόντια πρόσβαση ενθουσιάζει τον καλλιτέχνη, ο οποίος έχει δηλώσει ότι είναι υπέροχο που ο καθένας μπορεί να καταναλώσει μια Coca-Cola, ανεξάρτητα από την τάξη και το μορφωτικό του επίπεδο. Η λογική της άμεσης πρόσβασης και των ίσων ευκαιριών γοητεύει τον Warhol, που η δουλειά του είναι η επιτομή της αμερικανικής κατανάλωσης.

Πέρα από τη διασημότητα και την κατανάλωση, μεγάλη εμμονή του υπήρξε και ο θάνατος. Τα έργα του της δεκαετίας του ’60 εμπνέονται από καταστροφές, δυστυχήματα, αυτοκτονίες και απηχούν τον τρόπο που ο θάνατος επικοινωνείται στα μέσα ενημέρωσης, κατά συρροή και εκκωφαντικά. Οι ηλεκτρικές καρέκλες του δείχνουν την άλλη όψη της αμερικανικής κοινωνίας (σημειωτέον ότι σε κάποιες πολιτείες ισχύει η θανατική ποινή ακόμα και σήμερα). Το «αμερικανικό όνειρο» μπορεί να γίνει πολύ σκοτεινό.

 

Από το Πίτσμπουρκ στον Leo Castelli

Μεγαλώνοντας φτωχικά στο Πίτσμπουργκ με γονείς μετανάστες από την πρώην Τσεχοσλοβακία, ο Warhol πήγε στην Νέα Υόρκη σε ηλικία 21 ετών για να αναζητήσει την τύχη του ως εικονογράφος. Το στυλ του νεαρού γραφίστα άρεσε στους διευθυντές δημιουργικού των περιοδικών και των διαφημιστικών εταιριών της εποχής και η πρώτη του δουλειά ήταν η εικονογράφηση ενός άρθρου με τον τίτλο Success is a job in New York για το περιοδικό Glamour. Σιγά σιγά, είχε όλο και περισσότερες εμπορικές συνεργασίες και έφτασε να κερδίζει σημαντικά ποσά.

Εκείνος, όμως, ήθελε να κάνει καριέρα στο χώρο της τέχνης, όπου τη δεκαετία του ’50 μεσουρανούσε ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός. Κατανοώντας ότι δεν έχει τίποτα κοινό με τη θεματική αλλά και με τον τρόπο που περιφέρονταν στον καλλιτεχνικό χώρο ο Pollock, o de Kooning και άλλοι μεγάλοι ζωγραφοι της εποχής, προσπάθησε να βρει τη θεματική και το δικό του τρόπο για να εισχωρήσει στο χώρο της τέχνης. Έμπνευσή του ήταν η καθημερινότητα του μέσου Αμερικανού, η λαϊκή κουλτούρα και η επανάσταση που έφερε η μαζική παραγωγή. Από τα μέσα της δεκαετίας του ᾽50 άρχισε να δείχνει δημιουργίες του στις γκαλερί της πόλης (μεταξύ άλλων στην Bodley Gallery και στην Hugo Gallery, διευθυντής της οποίος ήταν ο Αλέξανδρος Ιόλας) και να κερδίζει θετικές κριτικές και πολλή προσοχή για το γραφιστικό τρόπο με τον οποίο αποτύπωνε τα θέματά του. Στα μέσα της δεκαετίας του ᾽60, έδειχνε με τον Leo Castelli στη Νέα Υόρκη και την Ιleana Sonnabend στο Παρίσι. Κάπως έτσι κατάφερε το rebranding του από γραφίστα σε πολλά υποσχόμενο καλλιτέχνη στην πρωτοπορία της εποχής.

Ο Warhol υπήρξε εξαιρετικός στο να αφουγκράζεται τον παλμό και να «πακετάρει» όχι μόνο την τέχνη του αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Στο βιβλίο του με τίτλο The philosophy of Andy Warhol γράφει: «Μια εταιρία ενδιαφέρθηκε πρόσφατα να αγοράσει την αίγλη μου. Δεν ήθελαν το προϊόν μου. Ελεγαν συνέχεια: θέλουμε την αίγλη σας. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τι ήθελαν. Ηταν όμως διατεθειμένοι να πληρώσουν πολλά για αυτό».

 

Η διεύρυνση του ρόλου του καλλιτέχνη

Εχοντας πλασάρει τον εαυτό του ως διασημότητα, βρισκόταν πλέον πολύ μακριά από το ταπεινό του ξεκίνημα. Ονόμασε το στούντιο του Τhe Factory, σαν να επρόκειτο για εργοστάσιο παραγωγής (έργων, ιδεών, στυλ). Το Factory έγινε το επίκεντρο της δημιουργικότητας και της πρωτοπορίας στην Νέα Υόρκη, όπου διασκέδαζαν διανοούμενοι και αστέρες πλάι στους περίεργους της πόλης. Αυτή την αίσθηση της πολυσυλλεκτικότητας, της ανεκτικότητας και της πολυμορφίας εξυμνεί η έκθεση που παρουσιάστηκε πρόσφατα στην Tate Modern. O Warhol, ο οποίος ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλος, δεν δίσταζε να θαυμάζει και να εμπνέεται από γκέι άνδρες που εκδίδονταν και τραβεστί που την εποχή εκείνη δεν απολάμβαναν σεβασμού και να τους επιβάλλει στα σπίτια πλούσιων συλλεκτών και στις συλλογές μουσείων. Η συνεισφορά του στην queer κουλτούρα είναι τεράστια, όπως και στην ίδια τη μυθολογία της Νέας Υόρκης.

Δεν ήταν ο καλλιτέχνης που τον απασχολούσε η τέχνη για την τέχνη, αλλά την έβλεπε σε συνάρτηση με την κοινωνία και την πραγματική ζωή. Ηταν εκείνος που διεύρυνε το ρόλο του εικαστικού ως πνευματικού δημιουργού, ως απότοκου της κοινωνίας και φιλοδοξούσε να έχει επιδραστικό ρόλο σε αυτή. Για το λόγο αυτό, δεν δίσταζε να ασχοληθεί με τη μουσική (ως μάνατζερ των Velvet Underground), το πειραματικό σινεμά, αλλά και με τα περιοδικά (ως εκδότης του Interview).

Όταν πυροβολήθηκε από τη φεμινίστρια Valerie Solanas, άρχισε να συνειδητοποιεί τη σκοτεινή πλευρά της δημοσιότητας. Μετά από το θλιβερό συμβάν που έμεινε βαθιά χαραγμένο μέσα του, αναλάμβανε σωρεία παραγγελίες πορτρέτων για πολλά χρήματα. Πολλοί έλεγαν ότι είχε ξεπουληθεί. Ίσως όμως να είχε εναρμονιστεί πλήρως με την καπιταλιστική κοινωνία που υπήρξε το θέμα της δουλειάς του ή να προσπαθούσε να αποφύγει το θέμα που αποτελούσε τη μεγάλη του εμμονή: το θάνατο.

Μέρος του αφιερώματος Φάκελος Αμερική στο τ.252 των Νέων της Τέχνης 

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης