Εργαστήριο «Μαθαίνω να Βλέπω»: Ατομική άσκηση παρειδωλίας.

Μαθαίνω να βλέπω: μια συζήτηση με το Μιχάλη Καλλιμόπουλο

Αν η σύγχρονη οπτική κουλτούρα και η «υπερπροσφορά» εικόνων έχουν διαταράξει τη δυνατότητα της πρόσληψης της τέχνης ως μια πολυαισθητηριακή εμπειρία, ένα από τα μελήματα του Μιχάλη Καλλιμόπουλου είναι να προσεγγίσει το ορατό με αμεσότητα και να επαναφέρει την οπτική αίσθηση στην καθαρή, πρωτογενή της εκδοχή. Το επιχειρεί τόσο μέσα από τη δουλειά του, που θίγει έννοιες όπως η ιστορικότητα, η τεχνολογία, η βία (βλ. την πρόσφατη ατομική του έκθεση στην a.antonopoulou.art) όσο και από τα εργαστήρια του οπτικού γραμματισμού που ξεκίνησε το 2014 και συνεχίζει μέχρι σήμερα.

Έχεις πει παλαιότερα σε σχέση με το έργο “Στεκούμενος, σε κολώνα” (2018) ότι ένας οπτικά εγγράμματος πολίτης είναι ένα ισχυρό ιστορικό υποκείμενο και ότι ο άνθρωπος πρέπει να ξαναμπεί στο επίκεντρο της ιστορίας. Το βλέμμα για σένα είναι η αφετηρία για την διεύρυνση του εαυτού και της σχέσης με τον άλλο, άρα κατά μία έννοια, του υποκειμένου μέσα στην ιστορία;

Παρότι οι άνθρωποι είμαστε σε μεγάλο βαθμό οπτικό είδος, η εποχή της εικόνας που ζούμε είναι μια αδυσώπητη εποχή. Οι νέες γενιές μεγαλώνουν χωρίς να αφομοιώνουν το ενεργό κοίταγμα. Αποκοβόμαστε από το οπτικό μας περιβάλλον και η οθόνη μάς εθίζει στην προσοχή κλειστού τύπου. Νέες τεχνολογικές εφαρμογές εμφανίζονται τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνει να προσαρμοστεί η διαδικασία πρόσληψης, κατανόησης και κρίσης. Η λύση δεν είναι να κλείσουμε τις οθόνες, τις συσκευές ή τα μάτια. Είναι να μάθουμε να βλέπουμε.

Το εγχείρημα του οπτικού γραμματισμού είναι και ένας τρόπος να συνδέσεις την τέχνη ως δημιουργία και ως αντικείμενο θέασης με την εμπειρία και με την ικανότητά μας να προσλαμβάνουμε τα οπτικά ερεθίσματα που μάς περιβάλλουν; Πώς συνδέεται το εγχείρημα αυτό με την καλλιτεχνική σου δουλειά;

Το «δουλεμένο βλέμμα», ή σωστότερα η καλλιεργημένη οπτική σκέψη, μπορεί να είναι χρήσιμη ταυτόχρονα και στη θέαση της τέχνης και στην παρατήρηση του φυσικού οπτικού περιβάλλοντος. Πχ. ας βιώσω για λίγο το δωμάτιο του μουσείου ή την θεατρική σκηνή σαν καθημερινό χώρο (δηλαδή ως μη τέχνη), κι ας δω ένα πεζοδρόμιο της Σόλωνος ή τις κινήσεις ενός πωλητή σαν έργο τέχνης. Σαν εγκατάσταση την πρώτη, και σαν σύγχρονο χορό το δεύτερο.

“Δεν αναλύουμε τα έργα και την εικόνα αλλά τα χρησιμοποιούμε για να γυμνάσουμε την υποκειμενικότητά μας.”

Ως προς την σύνδεση του οπτικού γραμματισμού με την δουλειά μου, θα την εντόπιζα όχι στο ίδιο το έργο αλλά στην στάση μου: κρίνω όλο και λιγότερο το έργο από τον αντίκτυπό του και αποφεύγω να επιβάλλω με συνοδευτικά-επεξηγηματικά κείμενα τη «μία και μοναδική, αυθεντική ανάγνωση» των έργων μου. Δημιουργώντας τα εργαστήρια «Μαθαίνω να Βλέπω» κατάλαβα πόσο πολυσχιδής είναι η αντίληψη στους ανθρώπους και η νοηματοδότηση στο κοινό.

“Αν διδαχθείς αυτά τα έργα έτσι, άραγε πόσο πιο ουσιαστικά θα τα γνωρίσεις και θα τα θυμάσαι;”

Kάνεις λόγο για “οπτικό” γραμματισμό, προσπαθείς όμως να εισάγεις μία πολυαισθητηριακή εμπειρία στην θέαση της τέχνης που σχετίζεται με το βίωμα. Είναι αυτός ο λόγος που αποδεσμεύεις τον θεατή από την παράδοση της ιστορίας της τέχνης και τον ενθαρρύνεις να νιώσει καλλιτέχνης, δημιουργικός;

Ως προς το πρώτος σκέλος της ερώτησης, υπάρχουν πολλοί γραμματισμοί στην εκπαίδευση. Η πολυαισθητηριακή προσέγγιση είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Την έχουμε ως νεογέννητα, ως παιδιά και… ξυπνάει όταν ερωτευόμαστε. Στο «Μαθαίνω να Βλέπω» καλείσαι να αναπαραστήσεις π.χ. τον Άγιο Σεβαστιανό (Mantegna, 1480) με τη στάση του σώματός σου και να μην σε πάρουν για τον Δαβίδ του Μικελάντζελο (1504). Να κάνεις με τη φωνή σου τους ήχους που «ακούς» στον πίνακα Broadway Boogie-Woogie του Mondrian (1943). Αν διδαχθείς αυτά τα έργα έτσι, άραγε πόσο πιο ουσιαστικά θα τα γνωρίσεις και θα τα θυμάσαι;

Ως προς την ελευθερία που αφήνω στο θεατή θα πω ότι το «Μαθαίνω να Βλέπω» είναι εργαστήριο. Δεν διδάσκω θεωρία. Δεν αναλύουμε τα έργα και την εικόνα αλλά τα χρησιμοποιούμε για να γυμνάσουμε την υποκειμενικότητά μας, εστιάζοντας στο πώς κι όχι στο τι.

Η διαδικασία είναι ομαδική και συνάμα ατομική. Περιέχει ψυχολογία, αισθητική, πολιτική και φιλοσοφία. Ενέχει παιχνίδι. Είναι μια πορεία προς το άγνωστο.

“Βλέπουμε το ωραίο δέντρο και το θαυμάζουμε: όμως πόσο θα ζήσει το δέντρο που ίπταται στον αέρα ξεριζωμένο;”

Δεν είναι τυχαίο ότι η διαδραστική σχέση θεατή και έργου είναι έντονη στην δουλειά σου και ιδιαίτερα διακριτή στο έργο “Κόσμος” (2016). Είναι αυτή η διάδραση που σε στρέφει στο παιχνίδι ως τρόπος προσέγγισης και θέασης της τέχνης;

Σωστά. Ο ῾Κόσμος῾ είναι ένα διαδραστικό έργο. Οι επισκέπτες καλούνται να προσεγγίσουν το «πλήθος» ως παίζοντες άνθρωποι, με τρόπο που θα επινοήσουν οι ίδιοι. Κατά το παιχνίδι με το έργο μετατοπίζεται ο στοχασμός από το αντικείμενο στο υποκείμενο· από το έργο, στον ίδιο τον επισκέπτη. Ενώ εκείνοι φέρνουν σε κοινωνία τα αγαλματάκια, το έργο φέρνει σε κοινωνία τους επισκέπτες της έκθεσης. Ο Johan Huizinga στο «Ο παίζων άνθρωπος» (1938) εισάγει την έννοια του homo ludens, θεωρώντας το παιχνίδι ως μια λειτουργία παράλληλη και εξ ίσου σπουδαία με αυτήν του λογίζεσθαι και του κατασκευάζειν.

“Θεωρώ ότι τα έργα μου είναι το καταστάλαγμα μίας κοινωνικής και πολιτικής κριτικής.”

Τι θεωρείς ότι λείπει από την σύγχρονη τέχνη σήμερα;

Η σύνδεση της με την κοινωνία. Βλέπουμε το ωραίο δέντρο και το θαυμάζουμε: όμως πόσο θα ζήσει το δέντρο που ίπταται στον αέρα ξεριζωμένο; Να προσβλέπουμε ίσως σε μια αναγέννηση της λαϊκής τέχνης με εργαλείο τα ψηφιακά μέσα ή σε μια συστημική συγχώνευση της lowbrow με την highbrow τέχνη; Ακόμα και μέσα στη μέγα-κλίμακα των εθνικών πολιτιστικών πολιτικών και διεθνών αγορών έχουμε ευθύνη και εμείς οι καλλιτέχνες. Και έχουμε τη δύναμη, διότι στα δικά μας χέρια βρίσκεται το έργο ακόμα.

Για το λόγο αυτό ίσως αισθάνεσαι την ανάγκη να μιλήσεις για την σύγχρονη πραγματικότητα και τις παθογένειές της; Ποιες είναι αυτές;

Ο καθένας μπορεί να προσφέρει μέσα από αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα. Αυτό που ξέρω εγώ καλύτερα είναι η τέχνη. Με αυτή επομένως προσπαθώ να βελτιώσω τον κόσμο μας. Θεωρώ ότι τα έργα μου είναι το καταστάλαγμα μίας κοινωνικής και πολιτικής κριτικής.

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης