Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γλέντι στην ακρογιαλιά ΙΙ, δεκαετία 1970, ταπισερί, Μουσείο Μπενάκη Πινακοθήκη Γκίκα

Υφαίνοντας την τέχνη

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τ. 247 των Νέων της Τέχνης (15 Νοεμβρίου 2019)

Η αισθητική της ύφανσης και η αξία της χειρωνακτικής διαδικασίας επιστρέφουν στο λεξιλόγιο των καλλιτεχνών. Να γιατί, πώς και πού θα πάρετε μια καλή γεύση

Στο παρελθόν θεωρήθηκε αποκλειστικά γυναικεία -και γι’ αυτό ενίοτε ερασιτεχνική- απασχόληση ή κρίθηκε υποτιμητικά ως χειροτεχνία. Όμως, η ύφανση στην τέχνη, παρότι συχνά παραμελημένη, επιστρέφει δυναμικά με αφιερωματικές παρουσιάσεις του έργου καλλιτεχνών τους οποίους ενέπνευσε και τη χρησιμοποίησαν ως μέσο, καθώς και ως θέμα μεγάλων εκθέσεων.

Από τα εργαστήρια του Bauhaus
Πρόσφατο παράδειγμα το αφιέρωμα στην Tate Modern για την Anni Albers, η οποία εκπαιδεύτηκε στη σχολή του Bauhaus στο εργαστήριο ύφανσης, καθώς οι γυναίκες αποθαρρύνονταν από τους καθηγητές της σχολής να λάβουν μέρος σε εργαστήρια με πιο «βαριές» πρακτικές, όπως η ξυλουργική. Η ίδια, μαζί με καλλιτέχνιδες όπως η Gunta Stölzl και η Mari Ehrman όχι μόνο δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε να γίνει το συγκεκριμένο εργαστήριο το πιο επιτυχημένο εμπορικά, αλλά παράλληλα προχώρησαν σε τολμηρές εικαστικές αναζητήσεις μεταξύ τέχνης και σχεδιασμού, επανεφευρίσκοντας τις λειτουργικές και μορφοπλαστικές δυνατότητες του νήματος. Μετοικώντας στις ΗΠΑ, συνέχισαν να εμπνέονται από την καινοτομία και τηη συνεργατικότητα, έφεραν γυναίκες καλλιτέχνες του νήματος στον κόσμο των καλών τεχνών,  ενώ τα διδάγματά τους λειτούργησαν επιδραστικά στις επόμενες γενιές, σε σύγχρονες εικαστικούς όπως η Sheila Hicks και η Lenore Tawney. Η πρώτη καινοτομεί στη fiber art και, θολώνοντας τα όρια μεταξύ ζωγραφικής και γλυπτικής, δημιουργεί έντονα έργα ύφανσης και ποικίλων σχημάτων και μορφών. Η δεύτερη επένδυσε την εικαστική γλώσσα με χειροτεχνικά υλικά, ανοίγοντας δρόμους πολυπολιτισμικών διαλόγων μέσω της τεχνικής, της υφής και των παραστάσεων των έργων της.

Όπυ Ζούνη, Σκάλες-Τομές, 1970

Στη σύγχρονη τέχνη
Αν και η ύφανση διατρέχει την τέχνη, στην κυρίαρχη αφήγηση της ιστορίας της δεν περιθωριοποιήθηκε μόνο γιατί σχετίστηκε με τη δραστηριότητα γυναικών, αλλά και επειδή συνδέεται με πρακτικές μακριά από τη Δυτική κουλτούρα. Λογική που φαίνεται να αλλάζει καθώς σημαντικά μουσεία ανακαλύπτουν το έργο καλλιτεχνών όπως της Ινδής Mrinalini Mukherjee (1949-2015). Οι εμβληματικές κατασκευές της, δημιουργημένες από ασυνήθιστα υλικά για τη γλυπτική, όπως η κλωστική κάνναβη, παρουσιάστηκαν στην αναδρομική έκθεσή της Phenomenal nature: Mrinalini Mukherjee στο Met Breuer, ενώ το νημάτινο γλυπτό Yakshi (1984) – η αναπαράσταση ενός γυναικείου πνεύματος της γης – εκτίθεται πλέον στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.

Το έργο της Mukherjee, που άρχισε να λαμβάνει διεθνή αναγνώριση την τελευταία δεκαετία της ζωής της με τη συμμετοχή της σε σημαντικές ομαδικές εκθέσεις, συμπεριλήφθηκε και στο αφιέρωμα στην τέχνη της ύφανσης στη Frieze London 2019. Υπό τον τίτλο Woven, παρουσίασε δημιουργίες 8 καλλιτεχνών διαφορετικών γενεών και εθνικοτήτων (Pacita Abad, Joël Andrianomearisoa, Monika Correa, Cian Dayrit, Chitra Ganesh, José Leonilson, Mrinalini Mukherjee, Angela Su), αναδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους η σύγχρονη τέχνη οικειοποιείται το ύφασμα και την υφαντική και εμπλέκεται με μια πληθώρα παραδόσεων.  Σύμφωνα με τον επιμελητή της έκθεσης Cosmin Costinas: «Η αρχική ιδέα της αφορά μια απόκριση στην τρέχουσα συνθήκη στο Ηνωμένο Βασίλειο και στον τρόπο που αυτή συνυφαίνεται με την αποικιακή κληρονομιά του». Τα έργα των καλλιτεχνών φωτίζουν το ζήτημα της Δυτικής πολιτιστικής κυριαρχίας, παράλληλα όμως συζητούν έντονα ακόμα μια διάσταση που φέρνει στο φως η ενασχόληση με τη χειρωνακτική διαδικασία: σε μια εποχή έξαρσης και παγκοσμιας αναταραχής, η χειρωναξία και ο συσχετισμός με αξίες και υλικά της φύσης επαναφέρουν τη σκέψη σε ένα απλούστερο modus vivendi, στη σύνδεση με το παρελθόν, στον αργό και πνευματικό τρόπο ζωής, ως μία στάση άμυνας στην αλματώδη ταχύτητα της σύγχρονης καθημερινότητας.

Άποψη από το αφιέρωμα Woven στη Frieze London. Φωτό: Ιωάννα Γκομούζα

Ζωγραφική και ύφανση σε παράλληλη θέαση
Στο Μουσείο Μπενάκη, η έκθεση Υφάνσεις. Ζωγραφική και ταπισερί στην Ελλάδα από το 1960 έως σήμερα, σε συνδιοργάνωση της Alpha Bank και του μουσείου, ανοίγεται σε μία αφηγηματική διαδρομή που έχει ως σκοπό να αποκαλύψει την άγνωστη έως τώρα όψη της χειροτεχνικής παραγωγής ταπισερί και χειροποίητων χαλιών από το 1960 έως το 1980 σε συνομιλία με τα ζωγραφικά έργα από τα οποία προήλθαν, αλλά και να διερευνήσει τις νεότερες αναζητήσεις της fiber art στην Ελλάδα.

Η έκθεση παρουσιάζει τις πρακτικές αυτές σε διακριτές περιόδους, ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’60, όταν ζωγραφικά έργα Ελλήνων καλλιτεχνών μεταφέρονταν στον υφαντό τάπητα από τεχνίτριες της Οικοτεχνίας. «Στη δραστηριότητα αυτή, σημαντικότατη θεωρώ τη συμβολή του Γιάννη Φαϊτάκη, ο οποίος έφερε στην Ελλάδα τη γνώση της παραδοσιακής γαλλικής ταπισερί σε οριζόντιο αργαλειό», αναφέρει η ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια της Συλλογής Έργων Τέχνης της Alpha Bank Ειρήνη Οράτη, η οποία συνεπιμελείται την έκθεση με τον Κωνσταντίνο Παπαχρίστου. «Μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη, έπεισαν σύγχρονούς τους ζωγράφους (Γ. Μόραλη, Σ. Βασιλείου, Ν. Νικολάου, Ν. Χ. Γκίκα, Γ. Σπυρόπουλο) να κάνουν αυτή την υπέρβαση. Φυσικά, όλοι γνώριζαν για την αναβίωση της γαλλικής ταπισερί μέσα στον 20ό αιώνα και επίσης το γεγονός ότι καλλιτέχνες όπως οι Picasso, Braque, Léger, Matisse είχαν συμμετάσχει σε τέτοιες δραστηριότητες πολύ νωρίτερα».

Σε μια εποχή έξαρσης και παγκοσμιας αναταραχής, η χειρωναξία και ο συσχετισμός με αξίες και υλικά της φύσης επαναφέρουν τη σκέψη σε ένα απλούστερο modus vivendi, στη σύνδεση με το παρελθόν, στον αργό και πνευματικό τρόπο ζωής, ως μία στάση άμυνας στην αλματώδη ταχύτητα της σύγχρονης καθημερινότητας

Στις δεκαετίες του ’70 και ’80. η γκαλερί Νέες Μορφές, σε συνεργασία με το εργαστήριο Τάπης, δημιουργούν χειροποίητα hand-tufted χαλιά στον περιορισμένο αριθμό των 12 αντιτύπων, μεταφέροντας σε ύφανση υπάρχοντα ζωγραφικά ή χαρακτικά έργα καλλιτεχνών όπως οι Ηλίας Δεκουλάκος, Χρίστος Καράς, Δημήτρης Μυταράς, Χρόνης Μπότσογλου, Πάρις Πρέκας, Γιώργος Βακαλό, Βάσω Κατράκη. «Κι εδώ παραμένει το ενδιαφέρον για τη μεταφορά έργων ζωγραφικής σε “χρηστικά αντικείμενα” μέσα από μια χειροτεχνική διαδικασία. Όμως η τεχνική είναι διαφορετική ως προς τις δυνατότητες απόδοσης λεπτομερειών, άρα δημιουργούνται νέα έργα με περισσότερα αφαιρετικά στοιχεία», σημειώνει η κα Οράτη. Παράλληλα στην έκθεση παρουσιάζονται και δημιουργίες που πραγματοποιήθηκαν σε ευρωπαϊκά εργαστήρια υφανιτκής, κυρίως στη Γαλλία, από σχέδια Ελλήνων καλλιτεχνών που έζησαν στην Ευρώπη, όπως οι Κ. Κουλεντιανός, Α. Μυλωνά, Α. Φασιανός, Μ. Λοϊζίδου κ.ά., ενώ ξεχωρίζουν οι ταπισερί του Μάριου Πράσινου (ήδη από το 1951), αλλά και η δραστηριότητα του Μιχάλη Κατζουράκη στο σχεδιασμό εσωτερικών υφασμένων επιφανειών μέσα από την αισθητική της op art για μεγάλα κρουαζιερόπλοια στη δεκαετία του ’70. Η Νίκη Καναγκίνη, πάλι, υφαίνει μόνη τα έργα της στο πλαίσιο των εικαστικών πειραματισμών στο Λονδίνο κατά την περίοδο 1965-68.

Mrinalini Mukherjee, Kusum, 1996. Φωτό: Ιωάννα Γκομούζα

Στόχος της έκθεσης είναι η παράλληλη οπτική, να φανεί, δηλαδή, πώς ένα εικαστικό έργο μεταφέρεται σε τελείως διαφορετικό υλικό. «Κανένα από τα έργα της έκθεσης δεν έγινε προκειμένου να μεταφερθεί σε ταπισερί ή χαλί, αλλά προϋπήρχαν και επιλέχθηκαν από τους καλλιτέχνες ή τους τεχνίτες για αυτή τη διαδικασία. Το ζητούμενο για εμάς ήταν να δημιουργηθούν και να εκτεθούν αυτά τα ζευγάρια έργων, πράγμα το οποίο δεν κατέστη δυνατόν σε όλες τις περιπτώσεις. Μέσα από την έρευνα που ξεκίνησε το 2017, εντοπίστηκε πολύ περισσότερο υλικό από τα 88 έργα που εκτίθενται, το οποίο περιλαμβάνεται στον κατάλογο της έκθεσης», αναφέρει η κα Οράτη.

Η τελευταία ενότητα ξεκινά με το έργο της Βούλας Μασούρα, κοντά στις διδαχές του Bauhaus, για να συνεχίσει με τις σύγχρονες κατευθύνσεις της fiber art, η οποία περιλαμβάνει έργα που αξιοποιούν φυσικά ή συνθετικά υλικά (νήματα, συνθετικές ίνες, ρητίνες) αναδεικνύοντας παραδοσιακές και νεότερες τεχνικές. «Η πλειονότητα των έργων προέρχεται από γυναίκες -είναι φυσικό, καθώς παραδοσιακά η έννοια της ύφανσης, της σιωπηλής ενασχόλησης με το πλέξιμο ή τον αργαλειό, ήταν οι μοναδικές δημιουργικές δυνατότητες των γυναικών στις παραδοσιακές κοινωνίες. Δε θα ήθελα να λειτουργήσει ως στερεότυπο, απλά δείχνει προτιμήσεις και ικανότητες», καταλήγει η επιμελήτρια της έκθεσης.

Pacita Abad, I thought the streets were paved with gold, 1991. Φωτό: Ιωάννα Γκομούζα

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης