© AP Photo/Akira Suemori

Η ηθική των μουσείων

«Βρώμικες» χρηματοδοτήσεις, αμφιλεγόμενα στελέχη, καταχρηστικές πρακτικές: το πεδίο του πολιτισμού δεν είναι αγγελικά πλασμένο. Αρκούν όμως μόνο οι ηχηρές ακτιβιστικές παρεμβάσεις για να σωθεί η τιμή του;

Βρέθηκα πρόσφατα σε μία ομιλία του Michael Govan για το μέλλον των μουσείων. Ο διευθυντής του Los Angeles County Museum of Art θεωρούσε ότι τα μεγάλα μουσεία θα γίνουν τα κέντρα των μητροπόλεων, όπου ο πολιτισμός, η δημιουργικότητα και η πολύ-πολιτισμικότητα θα συνυπάρχουν. Με αυτή την έννοια, τέτοιοι φορείς θα δίνουν το χαρακτήρα και τον παλμό της πόλης. Υπάρχουν αρκετά πολιτιστικά ιδρύματα στην κλίμακα του LACMA στις Ηνωμένες Πολιτείες και όλα προσβλέπουν να γίνουν κομβικό σημείο συνάντησης για όλες τις ηλικίες και τις κοινωνικές τάξεις. Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου περίεργο να συναγωνίζονται μεταξύ τους για την εξεύρεση πόρων που θα επιτρέψουν την πραγματοποίηση φιλόδοξων εκθέσεων και σχεδίων επέκτασης.

Ο αντιπρόεδρος με τα δακρυγόνα
Αν το όραμα του Govan γίνεται πράξη με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες της πόλης και τις τοπικές κοινότητες, σίγουρα δεν είναι τέτοιο το μοντέλο με το οποίο σχεδιάζουν το μέλλον πολλά αντίστοιχου βεληνεκούς μουσεία στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ.

Το Μουσείο Whitney ξεκίνησε ως ιδιωτικό ίδρυμα το 1930 από την Gertude Vanderbilt Whitney, μέλος της υψηλής κοινωνίας και παθιασμένη με την τέχνη της εποχής της. Όταν το Metropolitan απέρριψε τη δωρεά της 500 έργων, αποφάσισε να ιδρύσει ένα δικό της μουσείο. Στην πορεία, με σειρά στρατηγικών επιλογών και κτιριακών προσαρτήσεων και επεκτάσεων, το Whitney ξεπέρασε τον εαυτό του και απέκτησε τη μορφή και το χαρακτήρα δημόσιου μουσείου με συγκεκριμένο προσανατολισμό στην αμερικανική τέχνη του 20ού και 21ου αιώνα.

Η Nan Goldin στη δράση PAIN που πραγματοποιήθηκε στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης © Michael Quinn

To συγκεκριμένο νεοϋορκέζικο μουσείο υπήρξε ένα από τα πρώτα που αντιμετώπισαν τη χρηματοδότηση από την ιδιωτική πρωτοβουλία ως αναγκαία συνθήκη για ένα πλούσιο, φιλόδοξο και πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, ο τρόπος που αυτό γίνεται πράξη χρήζει περαιτέρω διαφάνειας, αφού στους υποστηρικτές όλο και συχνότερα προστίθενται πρόσωπα με κρυφές φιλοδοξίες και περιουσίες που έγιναν με τρόπο αδιαφανή ή ακόμα και προκλητικό.

Το πιο πρόσφατο σκάνδαλο στην ιστορία του είναι η τοποθέτηση του Warren Kanders στη θέση του αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου. Ο Kanders είναι ιδιοκτήτης και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Safariland, μίας από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες οπλικών συστημάτων που προμηθεύει τον αμερικανικό στρατό. Η εταιρεία του κατασκευάζει διάφορα προϊόντα που διοχετεύονται στην αγορά μέσω θυγατρικών, όπως τα δακρυγόνα που χρησιμοποίησε το 2018 η αμερικανική κυβέρνηση στους μετανάστες στα σύνορα του Μεξικού ώστε να τους απωθήσει από το να εισέλθουν στις ΗΠΑ. Ακτιβιστές, όπως το κίνημα Decolonize this place, και ανήσυχοι πολίτες έχουν κατασκηνώσει έξω από το μουσείο απαιτώντας την απομάκρυνση του Kanders από το διοικητικό συμβούλιο, ενώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν πάρει φωτιά.

Ο διευθυντής του μουσείου, Adam Weinberg, σε πρόσφατη ομιλία του δήλωσε πως το διοικητικό συμβούλιο δεν παίρνει αποφάσεις σχετικά με προσλήψεις προσωπικού… δεν έχει λόγο στις εκθέσεις και τις αγορές του μουσείου. Χωρίς την οικονομική υποστήριξή του, όμως, το μουσείο δεν θα ήταν σε θέση να αγοράσει έργα των Gran Fury, να κάνει εκθέσεις όπως του David Wojnarowicz και της Zοe Leonard. Ειρωνικό, αλλά καλά υπολογισμένο, το γεγονός ότι στη δήλωσή του ο Weinberg αναφέρει καλλιτέχνες με ακτιβιστική δράση και αριστερό πολιτικό προσανατολισμό. Kαι αν ο διευθυντής κατέφυγε στη realpolitik, είναι λυπηρό που, στην πλειοψηφία τους, καλλιτέχνες και επιμελητές αποδέχονται σιωπηρά τη χρηματοδότηση από αδιαφανείς πηγές. Φωτεινή εξαίρεση αποτελεί ο Michael Rakowitz, ο οποίος αρνήθηκε να συμμετέχει στη φετινή Whitney Biennial ως ένδειξη διαμαρτυρίας στο πρόσωπο του αντιπροέδρου του ΔΣ.

Όσο παρήγορο κι αν είναι που τα social media, ακτιβιστές και διασημότητες όπως η Goldin μπορούν να ανασύρουν τέτοια θέματα στην επιφάνεια, δεν παύει να προκαλεί αμηχανία η αδυναμία πολλών διευθυντών να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να ηγηθούν των ιδρυμάτων τους στη νέα εποχή που απαιτεί ενσυναίσθηση, υπευθυνότητα και κοινωνικά αντανακλαστικά.

Ο συνδικαλισμός στο στόχαστρο
Μικρότερο σε μέγεθος και επιρροή, το New Museum κατακρίθηκε εξίσου σφοδρά όταν, παρά το προφίλ συμμετοχικότητας που καλλιεργεί, έδειξε μηδενική ανοχή στο δικαίωμα των εργαζομένων να ιδρύσουν ένα σωματείο που θα εκπροσωπεί τα συμφέροντά τους. Με εντελώς αυταρχική λογική, το μουσείο προσέλαβε το γραφείο Αdams Nash Haskell & Sheridan για να πείσει τους εργαζόμενους να μην συνδικαλίζονται. Μία ανοιχτή επιστολή που υπέγραψαν πάνω από 50 εικαστικοί έφερε την υπόθεση στα ΜΜΕ και έκανε το ίδρυμα να υπαναχωρήσει, αναλογιζόμενο τη δημόσια εικόνα του και τη γενική κατακραυγή.

Επικίνδυνοι χορηγοί ή ηθικά χρεωκοπημένα μουσεία;
Το 2016, η Tate τερμάτισε τη χορηγία από την BP που λάμβανε επί 26 χρόνια λόγω πιέσεων από ακτιβιστές και από τα ΜΜΕ, αλλά και κατόπιν απόφασης δικαστηρίου. Αν και καθυστερημένα, η βρετανική πινακοθήκη συνειδητοποίησε πόσο κακό έκανε αυτή η χορηγία στη δημόσια εικόνα της και πόσο αποθαρρυντικά λειτουργούσε για τη νεότερη γενιά επισκεπτών που δίνει μεγάλη σημασία σε περιβαλλοντικά ζητήματα.

Το Βρετανικό Μουσείο, πάλι, επιμένει να διατηρεί χορηγική συνεργασία με την BP. Αν και δεν αναφέρει ανοιχτά τους υποστηρικτές του στην ιστοσελίδα του, η βρετανική εφημερίδα The Art Newspaper αποκάλυψε πρόσφατα ότι εξακολουθεί να λαμβάνει οικονομική ενίσχυση και από βιομηχανίες καπνού και άλλες «ηθικά απαράδεκτες» εταιρείες, προσκρούοντας έτσι στις οδηγίες καλής πρακτικής που έχει θεσπίσει το Museums Association.

© Decolonize this place

Το σκάνδαλο των χρηματοδοτήσεων από την οικογένεια Sackler, η οποία διαθέτει τεράστια ποσά σε ιδρύματα που στηρίζουν την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, απασχόλησε έντονα τον τύπο και τα ίδια τα μουσεία. Οι Sackler είναι ιδρυτές της φαρμακευτικής εταιρείας Purdue Pharma, η οποία λάνσαρε το 1996 το OxyContin. Το διοχέτευσαν στην αγορά με επιθετικές εμπορικές στρατηγικές, όμως σύμφωνα με πρόσφατη δικαστική απόφαση πρόκειται για εθιστικό οπιούχο σκεύασμα. Στο OxyContin υπήρξε για πολλά χρόνια εθισμένη και η Nan Goldin, η οποία στράφηκε δημόσια εναντίον των κατασκευαστών του καθώς και εναντίον όλων όσοι λάμβαναν «βρώμικα χρήματα» από την εν λόγω οικογένεια.

Η περίπτωση της γνωστής φωτογράφου είναι χαρακτηριστική για το πώς ένα δημόσιο πρόσωπο μπορεί, αν χρησιμοποιήσει τη φήμη του, να επιφέρει κοινωνική αλλαγή. Η απειλή της στη National Portrait Gallery του Λονδίνου ότι αν δεν σταματούσε να λαμβάνει χρήματα από τους Sackler, δεν θα πραγματοποιούσε την έκθεση που συζητούσαν (και η οποία θα εγκαινίαζε την καινούργια πτέρυγα του μουσείου για την οποία προοριζόταν η δωρεά), ήταν αρκετή ώστε το μουσείο να διακόψει με ένα δελτίο τύπου τη συνεργασία με την οικογένεια των φαρμακοβιομηχάνων. Βέβαια, πολύ νωρίτερα και χωρίς τυμπανοκρουσίες, ιδίας προέλευσης χορηγία είχε επιστρέψει και η πολύ μικρότερη South London Gallery.

Είναι απορίας άξιο πώς τα συγκεκριμένα ιδρύματα έπαιρναν χρήματα από χορηγούς που βρίσκονταν ήδη σε δικαστικές διαμάχες και το όνομα των οποίων για καιρό ακουγόταν αρνητικά και συνδεόταν με «ηθικό ξέπλυμα» χρημάτων. Προφανώς εγείρεται θέμα ηθικής τάξης και ικανότητας εξεύρεσης χορηγιών σε μια εποχή που τα κράτη συρρικνώνουν τον προϋπολογισμό τους για τον πολιτισμό. Όσο παρήγορο κι αν είναι που τα social media, ακτιβιστές και διασημότητες όπως η Goldin μπορούν να ανασύρουν τέτοια θέματα στην επιφάνεια, δεν παύει να προκαλεί αμηχανία η αδυναμία πολλών διευθυντών να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να ηγηθούν των ιδρυμάτων τους στη νέα εποχή που απαιτεί ενσυναίσθηση, υπευθυνότητα και κοινωνικά αντανακλαστικά.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 244 (Μάιος-Ιούλιος 2019) των Νέων της Τέχνης.

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης