Οι 2 της Παρασκευής | Τέχνη και εγκλεισμός: «Ζωή είναι εκεί όπου είναι το ρούτερ μου»;

Της Όλινκας Μηλιαρέση-Βαρβιτσιώτη

Στο άρθρο του «The world after coronavirus» (σ.σ. «Ο κόσμος μετά τον κορονοϊό») στους Financial Times, ο Yuval Noah Harari, αναφερόμενος στην παγκόσμια κρίση που δημιούργησε ο κορονοϊός ―«ίσως τη μεγαλύτερη κρίση της γενιάς μας»―, θέτει το ερώτημα αν τα μέτρα που παίρνουν άνθρωποι και κυβερνήσεις υπό έκτακτες συνθήκες τελικά παγιώνονται, κάνοντας την επιστροφή στην παλιά μας καθημερινότητα δύσκολη.

Σε μια προσπάθεια να μην καταρρεύσει οικονομικά το οικοσύστημα της τέχνης, παρακολουθώ τις τελευταίες δύο εβδομάδες τον χώρο της τέχνης να ασπάζεται με ταχύτατους ρυθμούς την τεχνολογία, με την οποία μέχρι πρότινος είχε… τυπικές σχέσεις. Βομβαρδίζομαι καθημερινά από emails εμβληματικών μουσείων, γκαλερί και άλλων χώρων τέχνης που προσφέρουν διαδικτυακές παρουσιάσεις έργων, εικονικές περιηγήσεις, ξεναγήσεις από επιμελητές στα αγαπημένα τους, διαδραστικά Q&As, podcasts κτλ. Όλα αυτά, από φόβο να μη μείνουν πίσω, να μην προσφέρουν προϊόντα και υπηρεσίες στο αδηφάγο εικαστικό κοινό.

Πρωτοπόρος σε αυτό τον τομέα υπήρξε, φυσικά, η Art Basel, η οποία αυτές τις μέρες προσέφερε για μία εβδομάδα μια διαδικτυακή πλατφόρμα με online viewing rooms ως εναλλακτική λύση στους γκαλερίστες που είχαν πληρώσει για να συμμετάσχουν στη φουάρ της στο Χονγκ Κονγκ και πήραν πίσω μόνο το 75% των χρημάτων τους μετά την ακύρωσή της λόγω κορονοϊού. Κρίνοντας από την επιτυχία της, το κοινωνιολογικό πείραμα του αποκλεισμού στο ασφαλές περιβάλλον του σπιτιού μας προς αποφυγήν της εξάπλωσης του Covid-19 δεν φαίνεται να έχει κόψει την όρεξη των φιλότεχνων και των συλλεκτών, οι οποίοι εξακολουθούν να απολαμβάνουν και να αγοράζουν τέχνη αντίστοιχα. Η επισκεψιμότητα στη διαδικτυακή Art Basel Hong Kong ήταν τέτοια στην αρχή, που το σύστημα δεν μπόρεσε να την «σηκώσει» και «έπεσε» για 25 ολόκληρα λεπτά!

Βέβαια, παρά τον ενθουσιασμό που επέδειξαν οι επισκέπτες για τις δυνατότητες της νέας πλατφόρμας, οι περισσότεροι γκαλερίστες σχολίασαν την αναγκαιότητα της καθοδήγησης των πιθανών αγοραστών στα «δωμάτιά» τους. Μάλιστα, αντιπρόσωπος της γνωστής Pace Gallery είπε ότι έκαναν τα δικά τους viewing rooms εκτός φουάρ, στα οποία οι ενδιαφερόμενοι περιηγούνταν από επιμελητές που επεξηγούσαν τα έργα, διότι το πλαίσιο είναι πολύ σημαντικό για τους συλλέκτες ώστε να συνδεθούν ιδεολογικά και ψυχικά με ένα έργα πριν προχωρήσουν σε μιαν αγοραπωλησία. Αυτή είναι, άλλωστε, τα τελευταία χρόνια η πρακτική των έτερων μεγάλων ονομάτων του χώρου, Gagosian και David Zwirner, οι οποίοι πέτυχαν πωλήσεις έργων σε τιμές εξαψήφιες και επταψήφιες (!).

Σε αυτό ακριβώς το σημείο θα ήθελα να σταθώ, διότι υποδεικνύει προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί ο χώρος της τέχνης ουσιαστικά μετά την κρίση που περνάμε. Ναι, μπορούμε πλέον να δούμε εκθέσεις, έργα και ολόκληρα μουσεία όπως το Λούβρο και το Ερμιτάζ διαδικτυακά, αλλά μια εικονική ξενάγηση σε ένα έρημο μουσείο δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εμπειρία που βιώνεις μπροστά σε ένα έργο τέχνης. Ούτε τα online viewing rooms μπορούν να προσφέρουν τη χαρά του «κυνηγιού» για τον επόμενο «θησαυρό» τέχνης στους διαδρόμους μιας φουάρ ή το χτυποκάρδι του να αποκτήσεις το αντικείμενο του πόθου σου έναντι του ανταγωνιστή στην άλλη άκρη της αίθουσας δημοπρασιών. Η δε προσωπική επαφή με έναν νέο καλλιτέχνη, για την καθοδήγησή του στα θολά νερά του κόσμου της τέχνης, είναι αναντικατάστατη.

Άρα, παρ’ όλη την πληθώρα των εικονικών φουάρ τέχνης, εκθέσεων, διαδικτυακών μουσειακών ξεναγήσεων και των εφαρμογών για τις τέχνες και τον πολιτισμό, όπως το Google Arts & Culture, η ψυχολογική και η συναισθηματική σύνδεση και επαφή που είναι απαραίτητη στον χώρο μας δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την τεχνολογία. Η τέχνη είναι βιωματική, διότι το έργο τέχνης δεν αποτελεί μόνο οπτικοποίηση μιας εικόνας αυτό λύθηκε με την εφεύρεση της φωτογραφίας το 1839. Είναι μια ιδέα με την οποία πρέπει να ταυτιστείς ή ένα συναίσθημα που πρέπει να νιώσεις.

Στο μεταξύ, οι κερασιές στο Τόκιο ανθίζουν © AP Photo/Jae C. Hong

Του Δημήτρη Αθηνάκη

Στον New Yorker, πρόσφατο ρεπορτάζ της Emily Witt για τις παραστατικές τέχνες εν καιρώ πανδημίας έκλεινε με την εξής σημείωσή της: «Παρατήρησα ότι, καθώς μιλούσε [σ.σ. η ηθοποιός Emily Cass McDonnell] για την υποκριτική, είχε ήδη γλιστρήσει σε χρόνο παρελθοντικό. “Ήταν θυσία, αλλά άξιζε”, είπε. “Ήταν αυτό που αγαπούσα”».

Αυτός ο παρελθοντικός χρόνος ―και η παρατήρηση της Witt― είναι το μεγάλος κώδων (αλλά όχι μόνον κινδύνου) που χτύπησε στο κεφάλι μου. Είναι, άραγε, όλα ήδη παρελθόν; Τόσο εύκολα θα χαθούν όσα έχουμε καταφέρει μέχρις εδώ; Ώς τώρα, πάντως, αρνούμαι ―έχω ακόμα κάποιες αντιστάσεις― να θάψω τον κόσμο όπου «κάποτε» τα πράγματα γίνονταν «έτσι».

Πόσο οι νέες συνθήκες θα αλλάξουν όσα «ξέρουμε»; Το περιορίζω στην τέχνη και στον κόσμο της. Το οικοσύστημα αυτό, από την πρώτη στιγμή, αντέδρασε για να μην μπει καθολικό lockdown σε έναν χώρο που έτσι κι αλλιώς υποφέρει από διαχρονική δύσπνοια. Όλα μεταφέρθηκαν εντός ολίγων ημέρων online ― τα μουσεία, οι γκαλερί, οι φουάρ, οι οίκοι δημοπρασιών, οι μεμονωμένοι καλλιτέχνες, οι ομάδες, ακόμη και εμείς οι δημοσιογράφοι δίνουμε ακόμη περισσότερα στην ψηφιακή διάχυση της πληροφορίας.

Τα πάντα γίνονται πίξελ και mbps και εμφανίζονται μπροστά μας με μία απλή σύνδεση των 20 ευρώ τον μήνα. Για όσο χρειαστεί να #menoumespiti, όλο και περισσότερο η τέχνη και ο κόσμος θα θέλουν να στριμωχτούν σε μιαν οθόνη. Πίνακες, εγκαταστάσεις, περφόρμανς, αρχαιολογικά ευρήματα, κτίρια, έπιπλα, τα πάντα πια τα ζούμε από την οθόνη. Αυτό, όμως, γίνεται τώρα· μετά;

Μία βεβαιότητα που τολμώ να έχω είναι ότι δεν θα πάψει η τέχνη να παράγεται φυσικά, σωματικά, απτικά· δεν θ’ αντικαταστήσουν μέσα σε λίγους μήνες οι ζωγράφοι τον χρωστήρα με smart pen ούτε οι περφόρμερς θ’ αποταθούν σε 3D animators. Ένα σενάριο, όμως, που με περιτριγυρίζει ―κάπως ενοχλητικά, είναι η αλήθεια― λέει ότι θα αλλάξει δραστικά η εμπειρία μας, θα μεταβληθεί εντός μας ο ρυθμός του κόσμου που απαιτούσε το έργο να σημασιοδοτείται από το υλικό του (έμψυχο ή άψυχο), από το περιβάλλον του, από την κρίσιμη στιγμή της συνάντησης μαζί του στο «εδώ-και-τώρα».

Ακούγεται εφιαλτικό, αν όχι παντελώς δυστοπικό. Εντούτοις, σε μιαν εποχή όπου τίποτα δεν είναι πια κανονικό, τίποτα βέβαιο, τίποτα δεν είναι καν συγκρατημένα αισιόδοξο, σε μιαν εποχή όπου η ψηφιακή γενιά κατακτά όλο και περισσότερο τον κόσμο και επικρατεί το «pic or it didn’t happen», κάθε σενάριο ―έστω και για να διαψευστεί ή αποσοβηθεί αργότερα― που καταργεί τη βασική πηγή της γνώσης μας, της ολοκλήρωσής μας ως ανθρώπων, την εμπειρία δηλαδή, οφείλουμε, νομίζω, να το εξετάσουμε· πολλώ δε μάλλον όταν η κεκτημένη ταχύτητα του εγκλεισμού απειλεί να συμπαρασύρει όλη ή μέρος τής ώς τώρα «κανονικότητάς» μας ― κοινωνικής, εργασιακής, προσωπικής.

Η μετακίνηση και απομείωση της εμπειρίας από ολιστική σε ιδιωτική συνθήκη, η απογύμνωση της φυσικότητας, της σωματικότητας, της απτικότητας της επαφής μας με το έργο τέχνης και η αποθέωση του σλόγκαν «ζωή είναι εκεί όπου είναι το ρούτερ μου» θα έβαζαν πράγματι τον κόσμο όπως τον ξέραμε σε παρελθοντικό χρόνο.

Κι αν αυτό είναι το μέλλον; Αν η ίδια η εμπειρία αλλάξει; Αυτό συνιστά κάτι που πρέπει να αποφύγουμε ή κάτι στο οποίο θα πρέπει «απλώς» να προσαρμοστούμε; Δεν έχω απάντηση ακόμα. Προσώρας, απολαμβάνω στο Google Art Project τη συλλογή τού ―ας που επιτραπεί― σπουδαιότερου μουσείου της Ολλανδίας, του Kröller-Müller Museum· όχι για να προετοιμαστώ για ένα δυστοπικό μέλλον, αλλά για να ανακαλέσω, να συγκρατήσω και να διασώσω τη στιγμή της πραγματικής συνάντησης με αυτά τα έργα, στη μέση του πουθενά.

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης