Οι 2 της Παρασκευής: Τέχνη «από» και «για» την περίοδο της πανδημίας

Της Όλινκας Μηλιαρέση-Βαρβιτσιώτη

Ενώ η Ουχάν και η υπόλοιπη Κίνα κάνουν επανεκκίνηση, ο υπόλοιπος κόσμος παραμένει σε ακινησία. Τώρα που το σοκ της πρώτη φάσης του κορονοϊού έχει περάσει, η αίσθηση που επικρατεί σε όλο τον κόσμο είναι μία: ότι πρόκειται για ιστορικές στιγμές, για τις οποίες θα μιλούν ―και θα διδάσκονται μάλλον― τα παιδιά μας.

Γι’ αυτό, τα μουσεία έχουν ήδη ξεκινήσει να συλλέγουν αντικείμενα και ιστορίες που τεκμηριώνουν διαφορετικές πτυχές της ιδιαίτερης κατάστασης που βιώνουμε. Όχι τόσο απρόσμενο, αν αναλογιστούμε ότι ο ρόλος τους, μεταξύ άλλων, είναι η συλλογή και καταγραφή του υλικού πολιτισμού, ώστε να διατηρηθεί και να μελετηθεί από τις επόμενες γενιές. Τα πρωτεία σε αυτό τον τομέα έχουν, όπως είναι αναμενόμενο, ιστορικά μουσεία και μουσεία πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως το National Museum of American History του Smithsonian στην Ουάσινγκτον και το Μουσείο Victoria & Albert (V&A) στο Λονδίνο, τα οποία έχουν συστήσει ήδη ομάδες με σκοπό να συγκεντρώσουν όσο πιο άμεσα μπορούν στοιχεία που θα δίνουν μια σφαιρική και αληθινή εικόνα της παρούσας εμπειρίας.

Το V&A, μάλιστα, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις πατέντες που έχουν εφεύρει σχεδιαστές μέσα στην καραντίνα για να διευκολύνουν τα πράγματα, όσο ακόμη οι απλές μάσκες αποτελούν είδος πρώτης ανάγκης. Αυτό μπορεί να φαίνεται παράταιρο για μία τέτοια συλλογή ή, ίσως, και τρομακτικό για όσους από εμάς ελπίζουμε να επανέλθουμε μέσα στη χρονιά σε μια καθημερινότητα όπου η μάσκα δεν θα είναι απαραίτητο αξεσουάρ εξόδου. Αλλά, αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι η σύγχρονη εκδοχή της χαρακτηριστικής μάσκας με το ράμφος των γιατρών που αντιμετώπισαν την πανώλη στο Μεσαίωνα και την πρώιμη νεότερη Ευρώπη, η οποία έχει πλέον μουσειακή αξία.

Άλλα, πάλι, μουσεία, όπως το Εθνικό Μουσείο της Φινλανδίας, συλλέγουν φωτογραφίες από σημάδια ζωής και μαρτυρίες των κατοίκων στις έρημες πόλεις, για μια πιο πλήρη εικόνα των συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί. Φωτογραφίες για καταγραφή της κατάστασης συλλέγει, φυσικά, και το International Center of Photography στη Νέα Υόρκη, αλλά μέσω Instagram με το hashtag #ICPConcerned, το οποίο έχει ήδη συγκεντρώσει πάνω από 7.000 αναρτήσεις. Στο τέλος της καραντίνας, θα έχει δημιουργηθεί έτσι μία βάση δεδομένων που δεν θα έχει να ζηλέψει τίποτα ―πέρα από την απουσία ανθρώπων― από τα αρχεία με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες κάθε μουσείου.

Το Instagram έχει μετατραπεί, πλέον, σε ακούσια γκαλερί σύγχρονης τέχνης από τους εικαστικούς. Διόλου περίεργο, δεδομένου ότι η φωτογραφία είναι το κατεξοχήν μέσο άμεσης καταγραφής της πραγματικότητας. Έτσι, μια πρώτη αποτύπωση της κρίσης με τη δική τους ιδιαίτερη ματιά έχουν αφήσει στους λογαριασμούς τους γνωστά ονόματα του καλλιτεχνικού χώρου, όπως η Cao Fei και η Catherine Opie, αλλά και ο κορυφαίος φωτογράφος Stephen Shore.

Είναι νωρίς ακόμα να μιλήσουμε για τέχνη που γεννήθηκε μέσα στον κορονοϊό, αλλά ποιος ξέρει τι θα μας φέρει το μέλλον σε επίπεδο εικαστικής δημιουργίας. Ο Ντανταϊσμός και ο Σουρεαλισμός, δύο καθοριστικά κινήματα για την πορεία της σύγχρονης τέχνης, γεννήθηκαν τον περασμένο αιώνα σε χρόνια πολέμου. Οι καλλιτέχνες, άλλωστε, ανέκαθεν διέθεταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένες κεραίες για να αφουγκράζονται και να αποτυπώνουν την εποχή τους.

© AP Photo/David Goldman

Του Δημήτρη Αθηνάκη

Είχα μπερδέψει τα προσωπικά με τα επαγγελματικά μου. Θα σας πω τι εννοώ. Διαβάζω την πρώτη είδηση: στο πλαίσιο της συμβολής του στους πληττόμενους καλλιτέχνες, το Magazzino Italian Art Foundation της Νέας Υόρκης ζήτησε από οκτώ Ιταλούς να δημιουργήσουν ένα έργο· οι εν λόγω καλλιτέχνες είτε έχουν μεταναστεύσει στην πόλη είτε έχουν χάσει τη δυνατότητα να συντηρήσουν το ατελιέ τους ή έχουν εγκλωβιστεί στη Νέα Υόρκη, δίχως τη δυνατότητα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Και, κατόπιν, τη δεύτερη: επτά μουσεία-μέλη της L’Internationale ―μίας συνομοσπονδίας που συμπεριλαμβάνει το μουσείο Reina Sofia, το Van Abbemuseum του Αϊντχόβεν, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Βαρσοβίας και εκείνο της Αμβέρσας―, έχουν ζητήσει από καλλιτέχνες να δημιουργήσουν έργα με θέμα «το μπαλκόνι μου», παίρνοντας έμπνευση από τους Ιταλούς ερμηνευτές που προ καιρού, όντες σε κατ’ οίκον περιορισμό, τραγουδούσαν στις βεράντες τους προς ψυχολογική υποστήριξη εαυτών και αλλήλων.

Η πρώτη μου αντίδραση είναι: μα πώς, ενώ καίγεται το δάχτυλο που έβαλες σε αναμμένο «μάτι», μπορείς ν’ αποτυπώσεις τον πόνο; Αυτή, όμως, είναι η «ανθρώπινη» αντίδραση· δεν είναι η αντίδραση του καλλιτέχνη. Διότι η προσπάθειά του ―αφενός, να επιβιώσει της πολυπαραγοντικής πανδημίας και, αφετέρου, να την αποτυπώσει― αποκτά αυτομάτως χαρακτήρα δημόσιο, τουλάχιστον ιστορικής σημασίας.

Διόλου δεν θέλω να υπονοήσω οποιαδήποτε υποχρεωτική στάση των καλλιτεχνών «έναντι της εποχής τους». Δεν είναι (υποχρεωτικά!) «δημοσιογραφικός» ο ρόλος τους. Ανέκαθεν, όμως, με προβλημάτιζε η καλλιτεχνική παραγωγή εν καιρώ «πολέμου», το «εν βρασμώ ψυχής» της τέχνης. Μπορεί, μεν, ο Ντανταϊσμός και ο Σουρεαλισμός να διέλαμψαν ενώ μαίνονταν φονικές μάχες, η τέχνη και το είδος του «πολέμου», όμως, έχουν έκτοτε αλλάξει δεκάδες προβιές ― με σημαντικότερη τη μεταβολή της πρόσληψης και της εμπειρίας της τέχνης, ατομικά και συλλογικά.

Σκέφτομαι, βέβαια, ότι όλο αυτό είναι μία συζήτηση που περιορίζεται στο «αισθητικό» αποτέλεσμα. Ωστόσο, μία τέτοια εποχή, όπου ο ιός σκοτώνει και το σπίτι γίνεται ο νέος δημόσιος χώρος μας, περισσότερη σημασία μοιάζει να έχει η ίδια η πράξη της δημιουργίας ― ο ακτιβισμός της προσφοράς.

Οι περισσότεροι καλλιτέχνες, είτε κατ’ ανάθεσιν είτε κατ’ επιλογήν, θα καταγράψουν με χίλιους δυο διαφορετικούς τρόπους «αυτό που (μας) συμβαίνει». Ο ψηφιακός μας κόσμος, μάλιστα, θα μας επιτρέψει να δούμε την πλειονότητά τους as it happens. Στα νέα ατομικά ή ολιγομελή χαρακώματα των τεσσάρων τοίχων και των δύο μπαλκονιών, η τέχνη, ό,τι μορφή κι αν πάρει, θα συνεχίσει ν’ αποτελεί χειρονομία προσφοράς· κι ο καλλιτέχνης, ό,τι κι αν παραγάγει (καμιά φορά, ακόμη κι αν δεν παραγάγει τίποτα…), εκτός από πολίτης, θα αναδειχθεί σε βασικό παράγοντα συλλογικής επιβίωσης.

Δεν ξέρω αν όλο αυτό συνιστά κάποια «ευκαιρία» για την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Είμαι σχεδόν σίγουρος, όμως, ότι, μόλις όλο «αυτό» τελειώσει, η πρόσληψη και η εμπειρία της τέχνης θα είναι αλλιώς. Κι αυτός ίσως συνιστά κάποια «ευκαιρία» για έγκαιρο αναστοχασμό όλου του καλλιτεχνικού οικοσυστήματος.

Και για να επιστρέψω στην αρχή· αν ήμουν κοινωφελές ίδρυμα, δεν θα ανέθετα «θέμα έκθεσης»· πιθανόν δεν θα ανέθετα οτιδήποτε. Δεν είμαι όμως. Δουλειά μου είναι να καταγράφω αυτό που συμβαίνει. Κι αυτό που συμβαίνει, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, είναι ανακουφιστικό ― και σπουδαία παρακαταθήκη.

TAGS
Εργαστήριο Συντήρησης & Αποκατάστασης